ΒΙΒΛΙΑ

Το σκοτάδι θα προσπαθεί πάντα να σβήσει το φως. Το φως θα προσπαθεί πάντα να καταστείλει το σκοτάδι.

Στον κόσμο που βρέθηκε η Άνια η κοινωνία είναι χωρισµένη σε πολλές φράξιες. Η καθεμιά από αυτές μάχεται για την εξουσία. Έρχεται µια χρονική στιγµή που η Άνια θα πρέπει να αποφασίσει µεταξύ σωστού και λάθους. Η αγάπη γι’ αυτή είναι µια προκαθορισµένη, εξαιρετικά επικίνδυνη ασθένεια και πρέπει να πολεµήσει για να την κερδίσει. Η αγάπη, που στροβιλίζει τον κόσµο της, της δείχνει πράγµατα που δεν έχει ξαναδεί ποτέ, κάνει τα πάντα πιο φωτεινά και πιο εκπληκτικά από ό,τι νόµιζε πως θα µπορούσαν να είναι. Η Άνια, που ζούσε µια ανάλαφρη ζωή, χάνεται ξαφνικά στη διάρκεια του χορού της αποφοίτησης σε έναν κόσµο άλλο. Μια σκιά µε κίτρινα µάτια από το παρελθόν της, το οποίο έως τότε αγνοούσε, την παρακολουθεί. Θα την αρπάξει και θα τη µεταφέρει σε µια άλλη πραγµατικότητα.

Τι θα συµβεί τώρα που πρέπει να ζήσει σε έναν δυστοπικό κόσµο, γεµάτο σκοτάδι; Τι γίνεται αν αυτό το σύµπαν είναι το ίδιο, αλλά όχι ακριβώς ισοδύναµο µε το δικό µας; Τι γίνεται αν είναι παράνοµο να αισθανθεί κάτι; Τι γίνεται αν η αγάπη θεωρείται θνητή αµαρτία; Και τώρα, που περπατά στην άκρη του φωτός και κάνει τα πρώτα βήµατα στο σκοτάδι του αγνώστου, πρέπει να πιστέψει ότι θα συµβεί ένα από τα δύο: ή θα πολεµήσει ή θα υποκύψει.





«Αναστασία!» λέει στο τέλος και αµέσως οι σπίθες µέσα στον βωµό, οι οποίες τρεµόπαιζαν όλη αυτή την ώρα που ψιθύριζε η µάγισσα, γίνονται ξαφνικά µία µεγάλη, δυνατή κατακόκκινη σαν αίµα φωτιά. Οι φλόγες της φωτίζουν ολόκληρη τη σπηλιά, όµως θερµότητα δεν υπάρχει. Η γριά αγγίζει τη φωτιά, στην αρχή αργά και τελετουργικά. Στη συνέχεια όµως περνάει από µέσα και βγαίνει από την άλλη πλευρά, εκεί όπου στέκονται οι πολεµιστές.Οι άντρες κάνουν ένα βήµα πίσω, µε τα µάτια τους καρφωµένα πάνω της.

«Αυτή. Αυτή η κοπέλα έχει το φως! Αυτή είναι η µόνη που µπορεί να µας καταστρέψει όλους. Αυτή πρέπει να πεθάνει!...»













τίτλος συγγράμματος
Ο Χαμένος Ναός των Ανέμων

συγγραφέας
K. W. Andri

σύμβουλος έκδοσης
Γιώργος Ιωαννίδης

atelier
Αντώνης Καραναύτης, Σάββας Τριανταφυλλίδης

συντονισμός προώθησης
Μηνάς Παπαγεωργίου, Άρτεμις Βελούδου-Αποκότου

φιλολογική επιμέλεια
Ευλαμπία Τσιρέλη

διεύθυνση έκδοσης
Βαλάντης Ναγκολούδης

καλλιτεχνική διεύθυνση
Νικόλαος Κουμαρτζής

An iWrite Publication
Thessaloniki - Athens

Εκδόσεις iWrite
Θεσσαλονίκη - Αθήνα

α΄ έκδοση 12 Σεπτεμβρίου 2018
isbn 978-960-627-038-3


Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια της συγγραφέως


Για τον υπέροχο άνθρωπο  με όλη τη σημασία της λέξης 
Paul Walker.


Το τρίτο βιβλίο της σειράς Δίδυμες Φλόγες, ολοκληρώνει το έπος, με τον Ναό των Ανέμων.

Η Άνια στέφεται βασίλισσα. Θα καταφέρει να σταθεί αντάξια του στέμματος και να εκπληρώσει το πεπρωμένο της;

Θα την ακολουθήσουν πιστοί σύντροφοι; Ποιος θα την προστατέψει και ποιος θα την προδώσει;

Περιπέτεια, δοκιμασίες, διδάγματα, αντοχές, πίστη, δικαιοσύνη, και η αγάπη που οδηγεί τα πάντα.

Άλλη μια σπουδαία ιστορία αρχετύπων της Λογοτεχνίας του Φανταστικού, σε ένα εντυπωσιακό σκηνικό που παντρεύει τα τέσσερα στοιχεία της φύσης, και μας χαρίζει μια δυνατή αναγνωστική εμπειρία.










τίτλος συγγράμματος
Tο φίδι του ωκεανού

συγγραφέας
K. W. Andri

διεύθυνση ατελιέ Νικόλαος Κουμαρτζής

συντονισμός έκδοσης Βαλάντης Ναγκολούδης

σελιδοποίηση - εξώφυλλο Αντώνης Καραναύτης

διόρθωση κειμένου Ευλαμπία Τσιρέλη

α΄ έκδοση Απρίλιος 2017

Ιστοσελίδα: www.didimesfloges.com
Επικοινωνία: 2311 27 28 03 | info@iWrite.gr
ο συντονισμός της έκδοσης, η καλλιτεχνική επιμέλεια,
η σελιδοποίηση και η σχεδίαση της μακέτας
εξωφύλλου έγιναν από τα
ατελιέ του iWrite.gr
iWrite Creative Team
http://www.iWrite.gr

Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια της συγγραφέως


Για τον υπέροχο άνθρωπο  με όλη τη σημασία της λέξης 
Paul Walker.


Μια επική περιπέτεια στη θάλασσα. Η Άνια, ανακαλύπτοντας ποια είναι στο πρώτο βιβλίο «Ο Βωμός των Πέντε Βουνών», κινητοποιημένη από την αγάπη της και την αποφασιστικότητά της, σαλπάρει για ένα δύσκολο ταξίδι με ομηρικά εμπόδια μέσα στη θάλασσα. Αντιμετωπίζει τρομερά τέρατα και απάνθρωπες συνθήκες, όμως έχει ήδη δομήσει έναν σκληροτράχηλο χαρακτήρα, σπάνιο για γυναίκα. Η θηλυκή της αέρινη φύση συνυπάρχει αρμονικά με το έντονο πάθος, την τόλμη, την αυτοθυσία. Ένας συνδυασμός που αρμόζει σε μια αληθινή πριγκίπισσα-πολεμίστρια.

Οι σύντροφοί της θα σταθούν ακοίμητοι φρουροί στο πλευρό της. Σκοπός, ανδρεία, θάρρος, αλήθεια, κουράγιο, τιμή, φως, φιλία, αγάπη, έρωτας, θα είναι οι σανίδες σωτηρίες στο απέραντο αρχιπέλαγος που θα διασχίσει για να μάθει για άλλη μια φορά ότι το σκοτάδι πάντα θα ηττείται και το φως της αγάπης πάντα θα θριαμβεύει, όμως… πόσο διαρκεί τελικά αυτή η μάχη; Από πόσες σκληρές μεταβάσεις θα πρέπει να περάσει μέχρι τη λύτρωση; Μέσα από μια γυμνή συνειδητοποίηση του εαυτού και του αυτοσκοπού η ηρωίδα, όπως και κάθε ήρωας , θα μάθει ότι μόνο όταν τελειώσει το δίδαγμα θα φτάσει στον προορισμό της. 



1

Και ξαφνικά αισθάνομαι όλο μου το σώμα να καίγεται. Ακούω την ψυχή μου να τσιρίζει, ζητώντας μου να φύγω όσο πιο γρήγορα μπορώ.

Κάθε βήμα και πιο βαρύ, πιο δύσκολο. Κάθε βήμα όλο και πιο βασανιστικό. Και το βασανιστήριο αυτό τελειωμό δεν έχει. Έχω μουδιάσει και νιώθω πως δεν έχω τον έλεγχο των κινήσεών μου. Κοιτάζω να βρω διαφυγή. Πουθενά. Τίποτα. Παντού τριγύρω φωτιά, κι εγώ σαν να περπατάω πάνω στην καυτή και θανατηφόρα λάβα, η οποία κυλάει στα κατακόκκινα βράχια και καταλήγει σε έναν γκρεμό.

Με αργό ρυθμό, βρίσκω το θάρρος να πλησιάσω προς τα εκεί. Όσο πλησιάζω, τόσο πιο δυνατό γίνεται το βουητό που επικρατεί. Όσο πιο δυνατό, τόσο πιο ξεκάθαρο. Μέχρι που από βουητό μετατρέπεται σε κραυγές ψυχών παγιδευμένων σε αυτό τον κόσμο. Ζητούν λύτρωση, βοήθεια, σωτηρία.

Διστάζω… Σταματάω… Φοβάμαι…

Ένας δυνατός άνεμος από το πουθενά φυσάει, ξεσηκώνοντας τις φλόγες που δημιουργούν κύματα φωτιάς στον γκρεμό. Οι κραυγές δυναμώνουν. Οι ψυχές πονούν. Κοιτάζω τα χέρια μου πάνω στα οποία ακουμπούν σπίθες φωτιάς, χωρίς όμως να μπορούν να με κάψουν. Αυτό δεν αναιρεί τον ψυχικό πόνο. Τα μάτια μου συνεχίζουν να βρίσκονται στα χέρια μου και προσπαθώ να καταλάβω γιατί δεν μπορούν οι φλόγες να με αγγίξουν και να με κάψουν.

Και τότε το καταλαβαίνω. Βρίσκομαι σε όραμα. Βρίσκομαι εκεί όπου βρίσκεται και ο Κόλιν. Έχω καταφέρει να ενωθώ μαζί του, παρόλο που δεν βρισκόμαστε πια στον ίδιο κόσμο. Θυμάμαι. Πρέπει να τον βρω. Να τον σώσω. Δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω για να βρω το θάρρος μου.

Βηματίζω ξανά. Σκαρφαλώνω σε έναν ψηλότερο βράχο, για να μπορώ να δω το μέρος καλύτερα. Χρησιμοποιώ και τα χέρια και τα πόδια μου για να τα καταφέρω, εφόσον τα βράχια είναι απότομα, κοφτερά και ετοιμόρροπα. Κομμάτια τους πέφτουν από το πουθενά. Ισορροπώ, ενώ αργά και σταθερά στέκομαι στα δύο μου πόδια. Τα μαλλιά μου ανεμίζουν εξαιτίας του δυνατού αέρα, ενώ οι κραυγές παρασέρνονται μαζί του, αλλά και πολλαπλασιάζονται, κάνοντας το μέρος ακόμα πιο τρομακτικό.

Γιατί βρίσκεται εδώ; Δεν μπορεί αυτή να είναι η μοίρα του.

Ψηλότερα βουνά υψώνονται τριγύρω και το βασανιστήριο των ψυχών δεν μοιάζει να έχει τελειωμό. Τα βουνά, κι αυτά γυμνά κι απότομα, με ποτάμια λάβας να κυλούν επάνω τους, ενώ οι ψυχές δείχνουν να περιπλανιούνται, σαν να μην έχουν που να πάνε πραγματικά, σαν να μην ακολουθούν μια συγκεκριμένη διαδρομή. Απλά προχωρούν και, με κάθε τους βήμα, μοιάζουν να πονούν περισσότερο.

Πρέπει να είναι κάπου ανάμεσά τους κι αυτός. Να περιπλανιέται και να πονάει αιώνια. Δεν μπορώ να το αφήσω να συμβεί. Γυρίζω και κατεβαίνω τον βράχο με σκοπό να τρέξω ανάμεσα στις ψυχές και στις φλόγες για να τον βρω.

Δεν τον αφήνω.

Πριν προλάβω όμως να κατεβώ, αισθάνομαι το έδαφος να κινείται. Ή μάλλον, ακόμα πιο σωστά, να τραντάζεται.

Αυτό με κάνει να παραπατήσω και τελικά να βρεθώ και πάλι στην αρχή του βράχου στον οποίο είχα σκαρφαλώσει.

Όπως είμαι πεσμένη με την πλάτη, αισθάνομαι το έδαφος να τραντάζεται όλο και περισσότερο. Σαν κάτι τερατώδες, κάτι γιγαντιαίο να έρχεται προς το μέρος μου και σε κάθε του βήμα το έδαφος δονείται. Δεν θα έπρεπε να φοβάμαι.

Βρίσκομαι μέσα σε όραμα, δεν είμαι στ’ αλήθεια εδώ. Οτιδήποτε και να πλησιάζει δεν μπορεί να με δει… σωστά;

Τα βήματα σταματούν… ακριβώς πίσω μου. Δεν μπορεί να με δει… δεν μπορεί να με δει… δεν μπορεί να με δει…

Επαναλαμβάνω ξανά και ξανά στο κεφάλι μου για να μην φοβηθώ, ό, τι και να είναι αυτό που θα αντικρίσω. Ανασηκώνομαι ελαφρά και αργά. Γυρίζω να κοιτάξω πίσω μου και τότε τα πάντα γύρω μου σκοτεινιάζουν. Οι χτύποι της καρδιάς μου γίνονται όλο και πιο έντονοι, όλο και πιο δυνατοί.

Το σώμα μου τρέμει και…

Παίρνω μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα, που στη συνέχεια γίνεται πολλές, κοφτές και γρήγορες από το σοκ. Βρίσκομαι ανασηκωμένη στο κρεβάτι˙ στο σπίτι του Υάκινθου.

Ακουμπάω το χέρι μου στην καρδιά μου, σαν να αναζητώ τον χτύπο της, να τον αισθανθώ, να σιγουρευτώ πως είναι ακόμα ζωντανή πίσω από το στήθος μου.

«Άνια;» η φωνή του χαμηλή, τρομαγμένη και ανήσυχη.

Τον κοιτάζω και ανοίγω ελαφρώς τα χείλη μου, όμως λέξη δεν βγαίνει ακόμα. Τα μάτια μου δακρυσμένα, τα μαλλιά μου σπασμένα, και στην πλάτη μου κολλημένο ένα ρίγος που δεν λέει να περάσει.

«Άνια, είσαι καλά;» το χέρι του ακουμπάει το μέτωπό μου και συνοφρυώνεται. «Κάθε φορά η θερμοκρασία σου ανεβαίνει όλο και περισσότερο». Χαμηλώνει το χέρι του και κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.

«Μην το πεις! Ό, τι θέλεις, εκτός από το να μου ζητήσεις να σταματήσω τις προσπάθειες», λέω τελικά μέσα από τη βραχνή φωνή μου.

Από τη στιγμή που ο Υάκινθος μου είπε πως υπάρχει τρόπος να σώσω τον Κόλιν, δεν το έβαλα κάτω. Την ίδια ημέρα κιόλας, είχα επιστρέψει στο κάστρο και ακύρωσα ακόμα και την στέψη. Όσο και να προσπάθησαν να μου αλλάξουν γνώμη, δεν μπόρεσαν. Χωρίς τον Κόλιν δεν θα μπορέσω να είμαι ποτέ ξανά ο εαυτός μου. Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί συμβαίνει αυτό, όμως συμβαίνει, και το μόνο που κάνω είναι να ακολουθώ τα συναισθήματά μου τα οποία είναι πολύ πιο δυνατά και έντονα από τη λογική μου.

«Πρέπει τουλάχιστον να ξεκουράζεσαι. Πριν δύο μέρες σου το είπα και επί δύο μέρες δεν έχεις σταματήσει να μπαίνεις σε αυτά τα οράματα», μου λέει ο Υάκινθος εμφανώς ανήσυχος.
«Το ξέρω… το ξέρω ότι πρέπει να ξεκουράζομαι, Υάκινθε.

Αλλά δεν με ενδιαφέρει. Δεν έχω χρόνο. Άλλωστε εσύ το είπες…»

«Όχι εγώ, αλλά το βιβλίο». Απλώνει το χέρι του και παίρνει το βιβλίο ξεφυλλίζοντάς το. «Εδώ ακριβώς», λέει και δείχνει με το δάχτυλό του τις λέξεις.

«Όταν οι ψυχές φεύγουν, ακολουθούν το φως που τους εμφανίζεται και τελικά φτάνουν σε δύο προορισμούς. Οι καλές οδεύουν επάνω, στα Ηλύσια Πεδία… οι κακές όμως, αυτές που έχουν κάνει λάθη, παραμένουν σε μια ενδιάμεση κατάσταση. Έχουν σαράντα ημέρες πριν τελικά ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου αποφασίσει ποιες ψυχές αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία. Εάν επιλεχτεί κάποια ψυχή, επιστρέφει στη ζωή έχοντας την ευκαιρία να επανορθώσει. Τη διαδικασία αυτή οι αρχαίοι μας την ονόμαζαν μετενσάρκωση». Η φωνή μου βγαίνει χαμηλή και απαλή, χωρίς καν να χρειάζεται να κοιτάξω μέσα στο βιβλίο. Δεν χρειάστηκε να μου τα διαβάσει πάνω από μία φορά ο Υάκινθος για να τα αποστηθίσω.

«Το θυμάσαι…» μου λέει χαμηλόφωνα.

«Το θυμάμαι», γνέφω θετικά, «και επίσης θυμάμαι πως είμαι πίσω πέντε ημέρες. Έχω μόνο τριάντα πέντε ημέρες πριν χαθεί η ψυχή του Κόλιν, Υάκινθε. Πρέπει να τον βρω», λέω σχεδόν απελπισμένη.

Τελικά ξεφυσάει και κλείνει το βιβλίο.

«Εντάξει», λέει, «θα ξανακάνεις ακόμα μια προσπάθεια, όμως μετά θα ξεκουραστείς και οπωσδήποτε θα φας κάτι!»

«Σύμφωνοι», του λέω χαμογελαστά.

Ξαπλώνω και πάλι, βάζοντας τα χέρια μου στο στομάχι μου, καθώς τα μάτια μου κοιτάζουν επίμονα πάνω στον τοίχο. Ηρεμώ… προσπαθώ να ηρεμήσω τουλάχιστον, ενώ όλες μου οι σκέψεις εστιάζουν στον Κόλιν. Δεν ξέρω πόση ώρα μου παίρνει μέχρι να μπορέσω να μπω στο όραμα, αυτό που ξέρω είναι ότι το καταφέρνω πολύ πιο γρήγορα από όσο συνήθιζα.

Όμως αυτή τη φορά… δεν μπορώ. Όταν όλα γύρω μου σκοτεινιάζουν και είμαι έτοιμη να ξαναδώ το αποκρουστικό μέρος που βρίσκεται ο Κόλιν, επανέρχομαι. Όχι, δεν μπορεί. Τα μάτια μου κοιτάζουν το ταβάνι από το σπίτι του Υάκινθου. Και μετά τον ίδιο τον Υάκινθο.

«Τι στο καλό συμβαίνει;» ρωτάω με την καρδιά μου να χτυπάει με πόνο και φόβο.

«Τι εννοείς;» ο Υάκινθος με κοιτάζει με απορία.

«Δεν μπορώ… Υάκινθε, δεν μπορώ να μπω στο όραμα!»

ανασηκώνομαι και τα μάτια μου δακρύζουν. «Δεν μπορεί να γίνεται αυτό». Νιώθω πως αρχίζω να χάνω τον έλεγχο από την ανησυχία μου μήπως δεν μπορέσω να ξαναμπώ, να τον βρω και να σιγουρευτώ ότι είναι καλά.








τίτλος συγγράμματος
Ο Βωμός των Πέντε Βουνών

συγγραφέας
K. W. Andri

διεύθυνση ατελιέ Νικόλαος Κουμαρτζής
συντονισμός έκδοσης Βαλάντης Ναγκολούδης
σελιδοποίηση - εξώφυλλο Αντώνης Καραναύτης
διόρθωση κειμένου Αθανάσιος Γιαγκόπουλος
α΄ έκδοση Σεπτέμβριος 2015
β΄ έκδοση Φεβρουάριος 2016

isbn 978-618-5067-91-5

Ιστοσελίδα: www.iWrite.gr
Επικοινωνία: 2311 27 28 03 | info@iWrite.gr

o συντονισμός της έκδοσης, η καλλιτεχνική επιμέλεια, η σελιδοποίηση και η σχεδίαση της μακέτας εξωφύλλου έγιναν από τα
ατελιέ του iWrite.gr
iWrite Creative Team
http://www.iWrite. gr

Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια της συγγραφέως


Για τον υπέροχο άνθρωπο με όλη τη σημασία της λέξης
Paul Walker.



Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην οικογένεια μου και τους φίλους μου που με στήριξαν και πίστεψαν σε εμένα. Είστε τα πιο σημαντικά κομμάτια της ζωής μου και σας είμαι ευγνώμων που με καταλαβαίνατε όλες τις φορές που χανόμουν για να γράψω αυτό το βιβλίο. Επίσης, θέλω να ευχαριστήσω την υπέροχη ομάδα του iWrite που πίστεψαν στο βιβλίο μου όσο εγώ και με βοήθησαν μέσα από σκληρή δουλειά να υλοποιήσω ένα με- γάλο μου όνειρο!



1



MΑΎΡΗ, σκοτεινή, κρύα, υγρή, μουχλιασμένη. Είναι μόνο λίγες από τις λέξεις που μπορούν να χαρακτηρίσουν τη σπηλιά στην οποία ζει η μάγισσα του βασιλείου. Τέσσερις πολεμιστές του βασιλιά την έχουν επισκεφθεί. Κοιτάζουν παντού γύρω τους. Πάνω, στο ταβάνι της σπηλιάς, από την υγρασία στάζει στα πρόσωπά τους. Οι σταγόνες κρύες ξεκολλάνε και ακολουθώντας τον νόμο της βαρύτητας πέφτουν. Κάτω, στο έδαφος. Το τόσο κρύο έδαφος, τόσο υγρό, που η ένωση των δύο κάνουν ακόμα και τις δερμάτινες μπότες των ανδρών αδύναμες και ανίκανες να κρατήσουν ζεστά και προστατευμένα τα πόδια τους. Δεξιά, αριστερά, οι τοίχοι είναι τόσο σκοτεινοί, που μοιάζουν λες και είναι μαύροι. Τόσο στενοί, που οι πολεμιστές έπρεπε να στέκονται σε δυάδες, καθώς δεν χωρούσαν στη σειρά και οι τέσσερις. Πίσω o μόνος δρόμος, ο μόνος τρόπος διαφυγής, το μόνο άνοιγμα, το οποίο είναι μακριά από το σημείο όπου βρίσκονται οι πολεμιστές. Ανίκανο να φωτίσει τη σπηλιά εξαιτίας της μεγάλης απόστασης. Πίσω. Η μόνη διέξοδος. Μπροστά. Μπροστά, αυτή.

Γυναίκα γριά. Με μακριά, γκρι και εμφανώς αχτένιστα και άλουστα μαλλιά. Ρυτιδιασμένο, λευκό, όμως προφανές λερωμένο πρόσωπο. Τα μάτια της… κενά. Μαύρα, χωρίς να ξεχωρίζει η ίριδα, η κόρη ή ο σκληρός χιτώνας. Κάποιος θα πίστευε πως είναι τυφλή ή πως τα μάτια της λείπουν. Όμως
όχι. Η ίδια κάνει κύκλους γύρω από έναν μικρό βωμό που βρίσκεται στο τέλος της σπηλιάς. Τα βήματά της βαριά και αργά. Δίνει την αίσθηση πως σε κάθε βήμα της είναι έτοιμη να παραπατήσει. Αυτό, εξαιτίας της πλάτη της, καθώς, η καμπούρα που έχει, την αναγκάζει να σκύβει μπροστά.
Τα χέρια της, αδύνατα και σπασμένα από τις ρυτίδες που καλύπτουν ολόκληρο το σώμα της, κινούνται κυκλικά, σαν να χορεύουν, ακολουθώντας τα αργά της βήματα. Βγαίνουν μέσα από τα μεγάλα και φαρδιά μανίκια του μαύρου χιτώνα της, όπως βγαίνουν τα λεπτά και γερασμένα κλαδιά
μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων.
Μουρμουρίζει. Μουρμουρίζει περίεργες λέξεις σε χαμηλή, τρεμάμενη και βραχνιασμένη φωνή, μέσα από τα χαλασμένα και σκούρα δόντια της. Οι άντρες είναι η μόνη αντίθεση ανάμεσα σε όλη αυτή την εικόνα θανάτου, καθώς τα ρούχα τους είναι συνδυασμοί του καφέ και του γκρι. Όχι ανοιχτά χρώματα, όμως το σκότος της σπηλιάς που επικρατεί, τα κάνει να φαίνονται χαρούμενα. Οι ίδιοι την κοιτάζουν προσεκτικά και αδημονούν για το χρησμό της.
«Μαύρα μαλλιά. Πράσινα μάτια. Λευκό, χλωμό δέρμα»
Οι λέξεις που βγαίνουν από τα μισάνοιχτα χείλη της,
ηχούν σαν πένθιμη βοή.
«Αναστασία!»
Λέει στο τέλος και αμέσως οι σπίθες μέσα στο βωμό, που τρεμόπαιζαν καθ’ όλη τη διάρκεια των ψιθύρων της μάγισσας, γίνονται ξαφνικά μία μεγάλη, δυνατή κατακόκκινη σαν το αίμα φωτιά. Οι φλόγες της φωτίζουν ολόκληρη τη σπηλιά, όμως θερμότητα δεν υπάρχει. Η γυναίκα την αγγίζει, στην αρχή αργά και διστακτικά. Στη συνέχεια όμως προχωράει ολόκληρη μέσα και βγαίνει από την άλλη πλευρά. Από την πλευρά όπου στέκονται οι πολεμιστές. Αυτοί κάνουν ένα βήμα πίσω, όμως τα μάτια τους κλειδωμένα πάνω της.
«Αυτή. Αυτή η κοπέλα έχει το φως. Αυτή είναι η μόνη που μπορεί να μας καταστρέψει όλους. Αυτή πρέπει να πεθάνει!»
Ένας από τους πολεμιστές, ψηλός αρκετά και με γυμνασμένο σώμα, κάνει ένα βήμα μπροστά. Η φωτιά κάνει το βαθύ μπλε των ματιών του να γυαλίζει και το καστανόξανθο χρώμα των μαλλιών του να χρυσίζει.
«Πες μας λοιπόν, μάγισσα. Πού θα την βρούμε;» ρωτάει σε χαμηλή και συγχρόνως βαθιά φωνή, κοιτάζοντας χωρίς τρόμο τη γριά γυναίκα στα μάτια.
Ένα μειδίαμα εμφανίστηκε στο πρόσωπό της.

§

«Στην Κρήτη;»
Σαν βρόντος ήχησε η φωνή του βασιλιά, όταν έφτασαν τα νέα από τους τέσσερις άντρες στα αυτιά του.
«Και πώς ακριβώς θα πάμε εκεί;» ρωτάει τους πολεμιστές, καθώς σηκώνεται από τον θρόνο του και προχωράει προς το μέρος τους.
Ο θυμός είναι έντονα εμφανής στον τόνο της φωνής του.
Οι άντρες γονατισμένοι μπροστά στον αρχηγό τους παραμένουν αμίλητοι για ένα λεπτό, μέχρι που ο ένας από αυτούς, ο ίδιος που μίλησε με την μάγισσα, σήκωσε πρώτα το κεφάλι και μετά το υπόλοιπο σώμα του στεκούμενος τώρα ακριβώς μπροστά από τον βασιλιά.
«Γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσουμε να ταξιδέψουμε εκεί, άρχοντά μου». Του αποκρίθηκε σε χαμηλή, βαθιά φωνή, καθώς ένα αυτάρεσκο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του. Ο βασιλιάς ανασηκώνει το ένα του
φρύδι, φανερά ενδιαφερόμενος στα λόγια του νεαρού πολεμιστή.
«Ακούω λοιπόν, νεαρέ. Ποιος είναι ο τρόπος;»

§

«Πέρα από εκεί που βλέπετε, πέρα από τα γνωστά εδάφη που πατάτε, πέρα από τα γνωστά ποτάμια που πίνετε νερό.
Πέρα ακόμη και από τα γνωστά δέντρα, όπου κόβετε τα ξύλα σας…» η γριά μάγισσα βηματίζει αργά προς την πύλη της σπηλιάς, όπου απλώνει το δεξί της χέρι και δείχνει προς τα ψηλά βουνά, που βρίσκονται στο βάθος της θέας. Οι άντρες και οι τέσσερις στέκονται από πίσω, λίγα βήματα μακριά, έχοντας τα μάτια τους καρφωμένα ακριβώς εκεί που δείχνει η γυναίκα.
«Η Πύλη του Ανεξήγητου βρίσκεται στην πιο ψηλή κορυφή. Εκεί μονάχα μπορείτε να βρείτε απαντήσεις σε οτιδήποτε θέλετε. Εκεί μονάχα μπορείτε να πραγματοποιήσετε κάθε σας επιθυμία. Οτιδήποτε. Μα προσοχή!» Καθώς λέει τα τελευταία λόγια, γυρίζει και κοιτάζει κατάματα έναν –
έναν τους φρουρούς. Το ίδιο και εκείνοι. Κοιτάζουν επίμονα, φοβισμένα αλλά και με θάρρος ταυτόχρονα, τα βαθιά,σκοτεινά μάτια της μάγισσας.
«Προσοχή για το τι εύχεστε», είναι τα μόνα λόγια που λέει πριν επιστρέψει με αργά βήματα πίσω, στο βάθος της σπηλιάς. Στο βωμό και ένα σύννεφο σκόνης την καταπίνει και αυτή… χάνεται.
Οι άντρες την κοιτάζουν μέχρι να εξαφανιστεί. Στη συνέχεια, κοιτάζονται μεταξύ τους. Τώρα ξέρουν τι πρέπει να κάνουν.
«Τι περιμένετε λοιπόν. Εμπρός πηγαίνετε!» η προσταγή του βασιλιά είναι σαφής. Οι άντρες σηκώνονται και ετοιμάζονται να φύγουν.
«Ρούτ». Την τελευταία στιγμή, ο βασιλιάς σταματάει έναν από αυτούς. Τον πιο πιστό, τον πιο αποφασιστικό, τον πιο δυναμικό, τον πιο θαρραλέο. Αλλά και τον πιο νεαρό από τους τέσσερις.
Ο άντρας σταματάει και γυρνάει για να αντικρίσει τον βασιλιά του.
«Ναι, μεγαλειότατε», λέει με την βαριά του φωνή, καθώς στέκεται ακριβώς απέναντί του.
«Να την φέρεις κατευθείαν σε μένα, Κόλιν. Μην τη σκοτώσεις. Τη θέλω ζωντανή!» προστάζει σε χαμηλή φωνή, καθώς προχωράει κοντά στον αποφασισμένο πολεμιστή και στηρίζει το χέρι του στον ώμο του.
«Να μου τη φέρεις ζωντανή», επαναλαμβάνει, δίνοντας στον Κόλιν να καταλάβει πως θέλει ο ίδιος να βασανίσει και να σκοτώσει την κοπέλα. Γνέφει μία φορά καταφατικά.
«Θα το κάνω. Δεν θα σας απογοητεύσω!» η φωνή του νεαρού πολεμιστή σταθερή, δυναμική και δείχνει την σιγουριά που έχει για τον εαυτό του.
«Εάν μια μέρα θέλεις και εσύ να καθίσεις στον θρόνο, να πάρεις την θέση μου, τότε ναι, θα το κάνεις. Και όχι, δεν θα με απογοητεύσεις». Η φωνή του βασιλιά σε χαμηλό και βαρύ τόνο, όμως εύκολα μπορεί κανείς να διακρίνει πως έχει και ένα μήνυμα εκβιασμού.
«Όπως προείπα. Δεν θα σας απογοητεύσω… πατέρα!» λέει κοφτά ο νεαρός πολεμιστής, δίνοντας στον βασιλιά το μήνυμα πως εδώ τελειώνει και η συζήτησή τους.
Υποκλίνεται και στη συνέχεια αποχωρεί και αυτός από την ίδια πύλη από την οποία έφυγαν προηγουμένως οι τρεις πολεμιστές. Ο βασιλιάς τον παρακολουθεί μέχρι να κλείσει πίσω του την πόρτα, και στη συνέχεια αφήνει την αίθουσα και ο ίδιος, από μια δεύτερη μικρότερη πόρτα που
υπήρχε, με τέσσερις φρουρούς να τον προστατεύουν.
Ο Κόλιν, προχωράει προς τους τρεις πολεμιστές.
«Σηκωθείτε, φεύγουμε αμέσως! Όσο πιο γρήγορα τελειώνουμε με αυτή, τόσο το καλύτερο για όλους μας», λέει με χαμηλή φωνή, βαριά, προστάζοντας τους σαν να είναι αρχηγός.
Αμέσως σηκώνονται και τον ακολουθούν χωρίς καμία αντίρρηση, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Κατευθύνονται στα άλογά τους με γρήγορους βηματισμούς. Τα καβαλικεύουν και καλπάζουν πιο γρήγορα και από τον άνεμο εκεί όπου τους οδήγησε η μάγισσα.
Γνωρίζουν πως είναι μακρινό το ταξίδι, κουραστικό και δύσκολο, όμως δεν πρόκειται να τους σταματήσει τίποτα. Σταματάνε μόνο για να ποτίσουν και να ταΐσουν τα άλογά τους. Και μετά συνεχίζουν και πάλι με τον ίδιο γρήγορο και ασταμάτητο ρυθμό. Το ταξίδι τους διαρκεί δύο νύχτες και τρεις ημέρες. Θα ήταν πιο μακρινό με συνεχής στάσεις για ξεκούραση. Ο Κόλιν το γνώριζε αυτό, έτσι, κάθε φορά που κάποιος ζητούσε να σταματήσουν, αυτός απλά τον αγνοούσε και συνέχιζε τον δρόμο του.
Το μόνο που κυριαρχεί στο μυαλό του είναι πόσο ποθεί να αποδείξει στον πατέρα του ποιος είναι πραγματικά. Πόση δύναμη και αντοχή έχει. Πως αξίζει να πάρει τη θέση του μια μέρα. Η λαγνεία του αυτή του θολώνει το μυαλό. Τον έχει φτάσει σε σημείο να μισεί τη κοπέλα και να θέλει να τη βρει, χωρίς να τον νοιάζουν οι επιπτώσεις που αυτό θα είχε στους άλλους ή ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό. Τα μάτια του μισάνοιχτα, καθώς η σκέψη του τρέχει και πάλι στη μάγισσα και στα λόγια της. Κάποια λόγια που γνώριζε μόνο αυτός.
«Είσαι ο μόνος που μπορεί να τη σκοτώσει. Είσαι ο μόνος που μπορεί να τα καταφέρει. Το αναγνώρισα από την αρχή.
Εσύ, νεαρέ μου, έχεις το κακό μέσα σου. Είσαι γεμάτος σκοτάδι. Καθετί φωτεινό έχει σβήσει μέσα σου, έχει καλυφθεί και καταστραφεί», είπε η μάγισσα στον νεαρό άντρα, την ώρα που οι υπόλοιποι πολεμιστές είχαν ήδη αποχωρήσει από τη σπηλιά. Αν και δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς εννοούσε με
τα λόγια της αυτά, απλά έφυγε χωρίς καμιά ερώτηση, χωρίς κανένα σχολιασμό, χωρίς να κοιτάξει πίσω του.
Ακόμα και τώρα, που το μυαλό του δεν μπορεί να ξεχάσει τα λόγια της, ακόμα και τώρα που το μυαλό του προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς εννοούσε, δεν θα ρωτούσε. Θα αποχωρούσε και πάλι με τον ίδιο υπεροπτικό τρόπο από τη σπηλιά.

2

AΝΟΊΓΩ ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΜΟΥ ζαλισμένη από το χτύπημα της μπάλας στο κεφάλι μου. Όλα τα παιδιά ήταν γύρω μου και με ρωτούσαν αν είμαι καλά. Αν πονάω. Τους κοιτάζω ακόμα ζαλισμένη. Όμως χαρούμενη, χαμογελαστή. Μετά από λίγο, αποκρίνομαι «Είμαι μια χαρά».
Ένα από τα παιδιά άπλωσε το χέρι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ. Το κοιτάζω. Έχει παντού πάνω του λάσπες από το παιχνίδι. Τα ρούχα του είναι ανοιχτόχρωμα˙ έτσι εύκολα μπορούσε κανείς να δει πόσο λερωμένος είναι, καθώς η λάσπη κάνει έντονη αντίθεση. Απλώνω το χέρι μου. Με σηκώνει. Τον κοιτάζω και του χαμογελάω. Ράϊαν. Ναι Ράϊαν, αυτό είναι το όνομα του. Το θυμάμαι ακόμα. Είναι το παιδί που κατά λάθος με χτύπησε με την μπάλα στο κεφάλι. Παίζαμε βόλεϊ. Ήμασταν σε αντίπαλες ομάδες. Αυτός κάρφωσε τη μπάλα και εγώ προσπάθησα να σώσω τη κατάσταση με αποτέλεσμα να με χτυπήσει δυνατά στο κεφάλι˙ τόσο δυνατά, ώστε να ζαλιστώ και να χάσω τις αισθήσεις μου. Εξάλλου, είμαι μόλις εννέα χρονών. Ίσως πονούσα, όμως δεν με ένοιαζε, χαιρόμουν που ήμουν με τους φίλους μου και περνούσαμε καλά, ακόμα και αν είχαμε κάποια ατυχήματα. Ήταν ασήμαντα. Κοιταζόμασταν για μερικά δευτερόλεπτα χαμογελαστοί και μετά παίρνω τη μπάλα στα χέρια μου από τα δικά του.
«Λοιπόν θα συνεχίσουμε το παιχνίδι;» είπα.
Με κοίταξαν όλοι τους με χαμόγελα και πήραν αμέσωςτις θέσεις τους για ακόμα έναν αγώνα βόλεϊ. Παίζουμε και γελάμε, δυνατά….γελάμε….γελούσαμε…

§

Ανοίγω τα μάτια μου και είμαι ακόμα ζαλισμένη από το χτύπημα της σιδερογροθιάς του στο κεφάλι μου. Κανείς δεν είναι γύρω μου να με βοηθήσει να σηκωθώ. Είμαι μόνη μου. Μόνη μου με μια τεράστια πληγή στο μέτωπό μου και το αίμα σιγά – σιγά να ρέει προς το δεξί μου μάτι. Και αυτός….αυτός είναι απέναντι μου. Τον κοιτάζω. Έχει παντού πάνω του αίματα από την μάχη. Μπορούσε κανείς εύκολα να διακρίνει το αίμα, καθώς κάνει έντονη αντίθεση με τον μαύρο του χιτώνα. Δε μπορώ να δω το πρόσωπό του εξαιτίας της μάσκας. Μαύρη μάσκα που καλύπτει ολόκληρο το πρόσωπό του αφήνοντας μόνο τα κόκκινα μάτια του να φαίνονται. Όμως ξέρω ότι χαμογελάει σατανικά κοιτώντας με πεσμένη, εξαντλημένη από τη μάχη και από ένα δύσκολο δεκαοχτάχρονο εμπόδιο έγινα ένας εύκολος στόχος. Ο χιτώνας ανεμίζει με κακία στον κρύο άνεμο που φυσάει.
Παρατηρώ πίσω του. Τα πάντα κατεστραμμένα λόγω της μάχης, πτώματα παντού γύρω. Νεκροί, αντίπαλοι και σύμμαχοι. Όμως δεν είχε πλέον σημασία. Ήταν όλοι τους νεκροί. Τώρα ήταν σύμμαχοι μεταξύ τους και με το θάνατο.
Τον κοιτάζω, κρατάει το σπαθί του. Μαύρο και γεμάτο αίμα σπαθί, με το οποίο είχε σκοτώσει πολλούς αθώους.
Και τώρα… τώρα ετοιμάζεται να σκοτώσει και εμένα. Ετοιμάζεται να με αποτελειώσει με ένα και μόνο χτύπημα. Νιώθω αδύναμη. Είμαι αδύναμη. Δεν μπορώ πλέον να κάνω τίποτα. Ξέρω ότι θα πεθάνω. Ή μήπως όχι…
«Λοιπόν θα συνεχίσουμε το παιχνίδι;»
Με ξεκούφανε το παλιοξυπνητήρι! Όμως είμαι ευγνώμων που με ξύπνησε. Τα τρελά μου όνειρα όσο πάνε και με δυσκολεύουν να κοιμάμαι ήρεμα. Τις περισσότερες φορές ξυπνάω μέχρι και κουρασμένη, καθώς δεν έχω μπορέσει να ξεκουραστώ εξαιτίας τους.
Σήμερα όμως παρατηρώ πως τεντώνομαι με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη μου. Γιατί; Γιατί σήμερα.. Αχ! Σήμερα είναι η μέρα αποφοίτησης μου από το σχολείο. Είμαι απίστευτα ενθουσιασμένη, καθώς, μετά την τελετή στο σχολείο, ακολουθεί ένα τεράστιο πάρτι. Έχω βρει το φόρεμα μου εδώ και πολύ καιρό με την κολλητή μου Λιάνα.
Ίσως να φοράω σπάνια φορεματάκια, εφόσον προτιμώ ένα πιο απλό και καθημερινό στυλ, δηλαδή τζίν και άνετα μπλουζάκια˙ για σήμερα πάντως θα κάνω την εξαίρεσή μου. Πρώτα όμως πρέπει να ετοιμαστώ για την τελετή στο σχολείο.
Τρέχω στο μπάνιο, κάνω ένα γρήγορο ντους και φοράω ένα τζίν με μια άσπρη μπλούζα και από πάνω τη μπλε στολή που μας έδωσαν από το σχολείο. Στη συνέχεια βάζω μονάχα λίγο μάσκαρα, δεν μου αρέσει να βάφομαι και πολύ.
Χτενίζω απαλά τα μακριά και μαύρα μαλλιά μου και με προσοχή τα μαζεύω σε μια χαμηλή κοτσίδα. Τέλος, φοράω τα μαύρα μου αθλητικά και το αστείο, κατά τη γνώμη μου, καπέλο που πήγαινε πακέτο με τη στολή. Έτοιμη! Τρέχω γρήγορα κάτω και βλέπω τον πατέρα μου και τη Μαρία, τη
φίλη του, την οποία θεωρώ κατά κάποιο τρόπο μητέρα, καθώς τη δική μου δεν την έχω γνωρίσει ποτέ. Με κοιτάζουν και οι δύο φανερά ενθουσιασμένοι και χαμογελαστοί.
«Πανέμορφη όπως πάντα», λέει η Μαρία πλησιάζοντας με, και μου έδωσε δύο φιλιά, ένα σε κάθε μάγουλο. Με πλατύ χαμόγελο της ανταποκρίθηκα τόσο στα φιλιά της όσο και στο κομπλιμέντο της
«Ευχαριστώ».
Στη συνέχεια ήταν η σειρά του πατέρα μου, ο οποίος με πλησίασε επίσης χαμογελαστός.
«Η αποφοίτησή σου. Έφτασε και αυτή η μέρα…» είπε φανερά συγκινημένος και περήφανος για μένα. Του χαμογέλασα και τον αγκάλιασα αμέσως. «Αυτό δεν αλλάζει τίποτα πατέρα», είπα θέλοντας να τον καθησυχάσω.
Παρατήρησα όμως πως ο τόνος της φωνής του, όταν μου απάντησε, ήταν διαφορετικός από πριν. Σχεδόν με κυρίευσε ένα μυστήριο.
«Ναι…» αναστέναξε ελαφρώς. «Τίποτα, δεν αλλάζει…τίποτα».
Έγνευσα θετικά και τον φίλησα στα μάγουλα.
«Καλύτερα να φύγουμε», είπε η Μαρία που, είχε αρκετή ώρα να μιλήσει. «Δεν θέλεις να αργήσεις στην αποφοίτησή σου», μου χαμογέλασε.
Μέσα σε πέντε λεπτά ήμασταν όλοι μέσα στο αυτοκίνητο του πατέρα μου. Ένα τετραθέσιο μικρό, όμως βολικό κόκκινο αμαξάκι. Κάθομαι πίσω και κοιτάζω τα δέντρα, τα οποία φαίνονται σαν να τρέχουν και αυτά από την αντίθετη κατεύθυνση, χωρίς να μας δίνουν καμιά σημασία. Νιώθω τα μάτια μου να μπερδεύονται με την εικόνα αυτή, ώσπου…
Ώσπου μέσα σε δευτερόλεπτα ανάμεσα από κάποια δέντρα βλέπω μια περίεργη σκιά, η οποία δεν εξαφανίζεται ούτε ‘τρέχει’ προς την άλλη κατεύθυνση, όπως μοιάζει να κάνουν τα δέντρα. Αντίθετα. Μένει στο ίδιο σημείο. Μου φαίνεται σαν να έχει σκυμμένο το κεφάλι και να κοιτάζει τα πόδια της. Ή του; … Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη. Τρίβω τα μάτια μου για να σιγουρευτώ πως δεν είναι απλά μια ψευδαίσθηση του μυαλού μου. Και δεν είναι…
Δοκιμάζω να μισοκλείσω τα μάτια μου, και έτσι προσπαθώ να εστιάσω καλύτερα στη φιγούρα. Μέχρι που ξαφνικά σηκώνει το κεφάλι και ένα ζευγάρι κίτρινα μάτια, όπως τουλάχιστον μου φάνηκε, με κοιτάζει κατάματα. Ή μάλλον όχι απλά στα μάτια, αλλά βαθιά μέσα μου. Σαν να μπορεί
να δει την ψυχή μου. Χωρίς να το καταλάβω έβγαλα μια μικρή τσιρίδα, που, ενώ αρχικά πίστεψα πως ήταν στο μυαλό μου, διαπίστωσα πως έκανα λάθος, όταν παρατήρησα την Μαρία να είναι γυρισμένη και να με κοιτάει, ενώ ο πατέρας μου, φώναζε το όνομα μου.
«Άνια;… Άνια!… Αναστασία! Είσαι καλά;»
Τον βλέπω που με κοιτάζει μέσα από το καθρεφτάκι, προσέχοντας όμως πάντα στο δρόμο. Όσο για μένα. Είμαι ακόμα κατσουφιασμένη καθώς το μόνο που έχει μείνει στο μυαλό μου είναι τα μάτια. Τα σκιστά κίτρινα μάτια. Σύντομα συνέρχομαι από το πρώτο σοκ και παρατηρώ την ανησυχία που κυρίευσε τη Μαρία, και ειδικότερα τον πατέρα μου. Ευτυχώς λίγα μόνο δευτερόλεπτα χρειάζομαι για να βρω μια δικαιολογία να τους πω, έτσι ώστε να τους ησυχάσω.
«Τρύπησα το δάχτυλό μου. Είχε μία καρφίτσα η στολή που δεν είχαν βγάλει φαίνεται». Είμαι τόσο εξπέρ στην ηθοποιία και στο ψέμα που τελειώνοντας την πρόταση προσποιήθηκα πως δάγκωσα ελαφρώς το δάχτυλό μου για να περάσει ο πόνος.
«Αμάν πια, τόσο απρόσεκτοι και αυτοί», είπε η Μαρία χαριτολογώντας. Φαίνεται πως το πίστεψαν.
Λίγα λεπτά αργότερα μιλάω μέσω μηνυμάτων με την φίλη μου την Λιάνα, η οποία μόλις με πληροφόρησε πως έχει ήδη φτάσει στο λύκειο, τόσο αυτή όσο και ο Αλέξανδρος, το αγόρι με το οποίο είμαι ερωτευμένη τα τελευταία τρία χρόνια. Απορροφήθηκα τόσο στο μήνυμα, ώστε δεν παρατήρησα καν ότι ο πατέρας μου έκοψε ταχύτητα. Σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω πως έχουμε φτάσει. Κατεβαίνουμε και οι τρεις από το αμάξι.
«Όλοι οι γονείς και η οικογένεια πρέπει να περιμένουν στην αίθουσα εκδηλώσεων. Θα πάτε από τη μπροστά πόρτα του σχολείου και εκεί θα σας πούνε πού μπορείτε να περιμένετε μέχρι να σας φωνάξουν στις θέσεις σας», τους λέω με τις λέξεις μου να τρέχουν σαν νερό από τα χείλη μου.
Και αυτό, επειδή είμαι φανερά ενθουσιασμένη και αρκετά αγχωμένη.
«Μπορείς να ηρεμήσεις κορίτσι μου», λέει ο πατέρας μου και γελάει ελαφρά.
«Δεν χρειάζεται να μας σκέφτεσαι καθόλου εμάς. Θα τα βρούμε μια χαρά. Τρέχα στους φίλους σου τώρα», με καθησυχάζει η Μαρία. Δεν μπορώ παρά να της χαμογελάσω ευγνώμων.
«Θα σας δω μετά λοιπόν». Τους δίνω από μία αγκαλιά τον καθένα και στα επόμενα δευτερόλεπτα τρέχω ήδη να βρω την Λιάνα.
Τη βλέπω να με περιμένει στην πίσω αυλή του σχολείου.
Εκεί είναι και τα άλλα παιδιά. Εκεί είναι και ο Αλέξανδρος.
Μόλις τον αντίκρισα, ένιωσα τα πόδια μου να τρέμουν και το στομάχι μου να ανακατεύεται.
«Δεν είναι υπέροχος;» ψιθυρίζω στην Λιάνα, χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του.
«Έλα Άνια, ξεκόλλα», μου λέει με χαμόγελο, γυρνώντας μου το κεφάλι προς την μεριά της. Την κοιτάζω και αναστενάζω με το μυαλό μου να είναι ακόμα στον Αλέξανδρο, ο οποίος δείχνει πανέμορφος ακόμα και μέσα στη μπλε στολή της αποφοίτησης.
«Πίστεψε με θέλω να ξεκολλήσω, το προσπαθώ…» της λέω.
«…Εδώ και τρία χρόνια». με συμπληρώνει, πολύ σωστά και γελάει. Την κοιτάζω και γελάω μαζί της χτυπώντας την ελαφρά στον ώμο με το πίσω μέρος του χεριού μου.
«Κόφτο! Δεν είναι έτσι», της λέω χαριτολογώντας, γνωρίζοντας ωστόσο πως είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Είναι έτοιμη να μου απαντήσει, όμως τότε χτυπάει το κουδούνι.
«Σε έσωσε!» λέει και με δείχνει με το δάχτυλό της.
Αμέσως μετά ακούμε κάποιους από τους καθηγητές να μας καλούν να πάρουμε και εμείς τις θέσεις μας. Οι γονείς όλων ήταν ήδη στα καθίσματα τους, έτοιμοι να καμαρώσουν τα παιδιά τους. Το ίδιο και οι υπόλοιποι καθηγητές.
Όλα έτοιμα λοιπόν, για να βγάλουν έναν μακροσκελή λόγο – βαρετό κατά τη γνώμη μου – και στη συνέχεια να φωνάξουν ένα – ένα τα ονόματα των παιδιών με αλφαβητική σειρά. Αυτό παραδέχομαι πως θα κρατήσει αρκετή ώρα.
Ευτυχώς είμαι από τους πρώτους και θα ξεμπερδέψω γρήγορα. Αν και αυτό δε μπορεί να κάνει όλη αυτή την ώρα λιγότερο βασανιστική.
Το βλέμμα μου όμως πέφτει στον Αλέξανδρο, ο οποίος στέκεται απέναντί μου και περιμένει να ακούσει το όνομά του. Και ναι, τώρα που το ξανασκέφτομαι ίσως να μην είναι και τόσο βασανιστική, με τόσο ωραία θέα. Το μάτια μου έχουν κολλήσει για αρκετά δευτερόλεπτα πάνω του.
Και το καταλαβαίνω τώρα που γύρισε. Με κοιτάζει! Επειδή προφανώς το αντιλήφθηκε. Μου χαμογελάει! Είμαι έτοιμη να τα χάσω όμως τελικά του χαμογελάω και εγώ.
Είμαι σίγουρη ότι έχω κοκκινίσει, αν δεν άλλαξα όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου μέσα σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα. Όσο δυναμική και να είμαι – αντιμετωπίζω και τον πιο γεροδεμένο τύπο που κυκλοφορεί στο σχολείο, ακόμα και αν ξέρω ότι θα καταλήξω εγώ στο ιατρείο – μόλις δω τον Αλέξανδρο, νιώθω τόσο αδύναμη, σαν να θέλω απλά να αφεθώ στα χέρια του για να με προστατέψει. Είχα χαθεί μέσα στο βλέμμα του, ώσπου φώναξαν το όνομά του και ο ίδιος έστρεψε τα μάτια του στη σκηνή και προχώρησε σιγά – σιγά με το υπέροχο χαμόγελό του προς τα εκεί. Το βλέμμα μου συνεχώς στραμμένο πάνω του να νιώθω περήφανη και χαρούμενη βλέποντάς τον να παραλαμβάνει το απολυτήριό του. Τον χειροκροτώ όσο πιο δυνατά μπορώ, το ίδιο και οι υπόλοιποι μέσα στην αίθουσα, όπως κατάλαβα. Καθώς κατεβαίνει από την σκηνή, μου ρίχνει ένα πολύ γλυκό βλέμμα, κάτι που δεν περίμενα, όμως, αν και με έπιασε απροετοίμαστη, δεν πήρα τα μάτια μου από πάνω του, αντίθετα, του το ανταπέδωσα με ένα θερμό χαμόγελο.
Τα ονόματα ενδιάμεσα από το δικό του και το δικό μου, δεν ήταν πολλά.
«Αναστασία Αγγελοπούλου…»
Το όνομα μου! Αισθάνομαι να με πιάνει ταχυκαρδία. Όχι επειδή αγχώθηκα ή επειδή φοβάμαι, αλλά επειδή είμαι ενθουσιασμένη. Με το χαρτί αυτό είμαι και επίσημα ελεύθερη να φύγω από το σπίτι και να μείνω μόνη μου, κάτι που η αλήθεια είναι πως πάντα το ήθελα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και με το πιο πλατύ χαμόγελό μου ανεβαίνω στη σκηνή.
Προχωράω στον διευθυντή, ο οποίος και μας βραβεύει και τον ευχαριστώ με μια χειραψία και δύο φιλιά, ένα σε κάθε μάγουλο, όπως έκαναν όλοι. Στη συνέχεια κοιτάζω προς το φακό, καθώς την ώρα της απονομής του απολυτηρίου μας βγάζουν και από μία αναμνηστική φωτογραφία. Μέσα σε δευτερόλεπτα το βλέμμα μου πέρασε από τον κόσμο που βρίσκεται κάτω. Στη μέση βλέπω τον πατέρα μου με την Μαρία να με χειροκροτούν περήφανοι. Τους χαμογελάω και στη συνέχεια προχωράω προς τα σκαλιά για να κατέβω από τη σκηνή, όμως τότε ήταν που την είδα ξανά. Την ίδια
σκιά που είδα και προηγουμένως. Σάστισα και φοβήθηκα. Φοβήθηκα πραγματικά, γιατί κατάλαβα πως δεν ήταν απλά της φαντασίας μου. Δεν με κοιτάει. Έχει το βλέμμα στραμμένο προς το έδαφος.
Ζαλίζομαι…
Ξαφνικά νιώθω κάποιον να μου κρατάει το χέρι, κάτι που με κάνει να πάρω το βλέμμα μου από την σκιά. Κοιτάζω μπροστά φανερά τρομαγμένη. Και το μυαλό μου επανήλθε, όταν είδα την Λιάνα να με κοιτάει ανήσυχα πιάνοντάς μου το χέρι.
«Είσαι καλά;» με ρωτάει κοιτώντας με στα μάτια. Δεν απάντησα αμέσως, απλά της έγνευσα καταφατικά.
Στρέφω το βλέμμα μου στη γωνία, εκεί που είδα τη σκιά προηγουμένως. Όμως όπως το περίμενα, τίποτα. Δεν είναι πλέον εκεί. Είχε εξαφανιστεί, έτσι απλά, όπως έγινε πριν, στο αυτοκίνητο. Θέλω να νιώσω ασφαλής, γι’ αυτό και κοιτάζω αμέσως τον πατέρα μου, ο οποίος είναι εκεί, με κοιτάει ακόμα χαμογελαστός και με καμαρώνει. Προφανώς δεν πρόσεξε την περίεργη συμπεριφορά μου, αλλιώς μέχρι τώρα θα είχε τρέξει στο πλάι μου να δει αν είμαι καλά.
Όταν η απονομή τελείωσε, πήγαμε όλοι μαζί οι μαθητές στο προαύλιο, μαζευτήκαμε μαζί γονείς και καθηγητές.
Ο διευθυντής του σχολείου βγαίνει μπροστά. Μας κοιτάει φανερά συγκινημένος, με ένα ζεστό χαμόγελο, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι φτάνει μέχρι τα αυτιά του. Τον κοιτάμε και εμείς, χωρίς κανένας να μιλάει, δείχνοντας σεβασμό, αλλά και περιμένοντας να μας πει τα τελευταία λόγια πριν φύγουμε. Παραμένει σιωπηλός για λίγη ώρα και μετά γνέφει καταφατικά δύο φορές.
«Ξεκίνησα να διευθύνω αυτό το σχολείο δεκαοχτώ χρόνια πριν! Τα πήγα πολύ καλά, πρέπει να το ομολογήσω αυτό», λέει χαριτολογώντας, και μια ευχάριστη βοή γέλιου ακούστηκε στο ακροατήριο. Ησυχάζουν όμως όλοι, όταν ο ίδιος συνεχίζει την ομιλία του.
«Και να λοιπόν που σήμερα βρίσκομαι εδώ, στον προαύλιο χώρο του σχολείου, μαζί με εσάς. Έτοιμος και εγώ να τον αποχαιρετήσω, αφήνοντας πίσω αυτό το υπέροχο κτίριο, παίρνοντας όμως όλες τις αναμνήσεις, ευχάριστες και μη, μαζί μου!»
Η αλήθεια είναι πως αυτή την είδηση δεν την περίμενε κανένας μας. Κοιτάζω γύρω μου και παρατηρώ πως οι περισσότεροι απόφοιτοι κοιτάνε ο ένας τον άλλο, ξαφνιασμένοι και απορημένοι. Οι υπόλοιποι συνέχισαν να κοιτάζουν μπροστά, περιμένοντας τον διευθυντή να μιλήσει. Τα μάτια μου ξανά μπροστά, έκπληκτη, σκεφτόμενη πώς είναι αρκετά νέος ώστε να αφήσει κιόλας πίσω του το σχολείο που φανερά αγαπάει. Πρέπει να παραδεχτώ πως ως διευθυντής ο κύριος Σταύρου είναι καταπληκτικός.
«Ας γιορτάσουμε λοιπόν όλοι μας την τελευταία μέρα πριν οι ζωές μας αλλάξουν τελείως!» λέει με δυνατή φωνή και τότε είναι που όλοι μας χαμογελάμε και πετάμε ψηλά τα καπέλα μας.
‘Πριν οι ζωές μας αλλάξουν τελείως!’
Τα λόγια του διευθυντή Σταύρου έχουν κολλήσει στο μυαλό μου. Είμαι σίγουρη πως κάτι πιο βαθύ κρύβεται κάτω από αυτή την έκφραση. Τώρα όμως δεν είναι η σωστή στιγμή για να το σκεφτώ, και το καταλαβαίνω αυτό, όταν τον ακούω να χτυπάει το μικρόφωνό του αρκετές φορές,
ρωτώντας, περισσότερο στον εαυτό του, αν δουλεύει. Αυτό μας έκανε να γελάσουμε. Αλλά συγχρόνως έτσι τράβηξε και πάλι την προσοχή μας.
«Όλοι λοιπόν στο πάρτι απόψε στις οχτώ για πολύ τραγούδι, χορό αλλά και…» ανασηκώνει πολλές φορές τα φρύδια του παιχνιδιάρικα «…φαγητό!» συμπληρώνει την πρότασή του, κάνοντας μας ακόμα μια φορά να γελάσουμε. Στη συνέχεια αποχωρεί και αυτός με τη σειρά του, δίνοντάς μας το ελεύθερο να πάμε στα σπίτια μας, να το γιορτάσουμε με τους δικούς μας ανθρώπους αλλά και να ετοιμαστούμε για το πάρτι που θα γίνει στο γυμναστήριο του σχολείου.
Βλέπω τον πατέρα μου με την Μαρία να προχωράνε προς τα μένα και την Λιάνα. Γνωρίζοντας πως κάπου εδώ θα χωριστούμε, κοιταζόμαστε χαμογελώντας η μια στην άλλη.
«Έξι η ώρα σπίτι μου», της λέω και η Λιάνα συμφωνεί αμέσως.
«Τέλεια! Πάω να βρω τους δικούς μου και θα σε δω μετά», λέει ενθουσιασμένη και μου κάνει μια σφιχτή αγκαλιά πριν φύγει. Γυρίζω προς τον πατέρα μου και χαμογελάω.
«Αυτό ήταν λοιπόν» λέω φανερά χαρούμενη, αλλά την ίδια στιγμή και στεναχωρημένη ακόμα πιο σωστά, αγχωμένη για το μετά. Γι’ αυτό που ακολουθεί. Η Μαρία μας κοιτάζει, γνωρίζοντας πως αυτή είναι η στιγμή, πατέρα και κόρης. Ο πατέρας μου σκύβει και φιλάει το μέτωπό μου, κλειδώνοντας τα χείλη του εκεί για λίγα δευτερόλεπτα καθώς κλείνει και τα μάτια του απαλά. Στη συνέχεια με κοιτάζει χαμογελώντας και χαϊδεύει το μάγουλο μου με το εξωτερικό των δαχτύλων του.
«Τώρα αρχίζουν όλα», λέει σε χαμηλό τόνο. Του κάνω μια τρυφερή αγκαλιά και αμέσως ανταποκρίνεται. Η Μαρία του χαϊδεύει την πλάτη. Η αγκαλιά έφτασε στο τέλος, κοιτάζω την Μαρία με χαμόγελο.
«Λοιπόν πάμε σπίτι;» τη ρωτάω.
«Επιβάλλεται να το γιορτάσουμε οι τρεις μας πριν το μεγάλο πάρτι. Δεν νομίζεις;» μου απαντάει, και από τον τρόπο της καταλαβαίνω πως έχει ετοιμάσει ένα υπέροχο μεσημεριανό να με περιμένει. Γνέφω και στη συνέχεια προχωράμε όλοι μαζί προς το αυτοκίνητο. Κοιτάζω μια τελευταία φορά πίσω μου, παίρνοντας μία βαθιά ανάσα, καθώς ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου. Μπαίνω μέσα. Ο πατέρας μου ξεκινάει το αυτοκίνητο, καθώς η Μαρία βάζει τον αγαπημένο μου σταθμό στο ράδιο, με τη μουσική να παίζει στη διαπασών. Δεν κατάλαβα πότε φτάσαμε στο σπίτι.
Τρέχω αμέσως στο δωμάτιό μου και αλλάζω, φοράω τις φόρμες μου, έτσι ώστε να είμαι πιο άνετη. Μαζεύω τα μαλλιά μου ψηλά σε μία κοτσίδα και κατεβαίνω ξανά κάτω.
Βλέπω την Μαρία να ετοιμάζει το τραπέζι την ίδια στιγμή που ο πατέρας μου βάζει δυνατά μουσική, το τραγούδι μας, και με πιάνει να χορέψουμε. Γελάω, αλλά ακόμα περισσότερο χαμογελάω. Το ξέρω πως θα μου λείψουν όλα αυτά, όταν φύγω. Η υπέροχη η σπιτική κουζίνα της Μαρίας, οι τρέλες του πατέρα μου, οι συμβουλές αλλά και η φροντίδα και των δύο. Ο χορός διακόπτεται τη στιγμή που το τραπέζι είναι έτοιμο. Το χαμόγελό μου διπλασιάζεται, όταν βλέπω πως με περιμένει το αγαπημένο μου φαγητό. Μακαρόνια με κόκκινη καυτερή σάλτσα!
«Μυρίζει υπέροχα! Σ’ ευχαριστώ πολύ Μαρία!» αποκρίνομαι αμέσως και εκείνη μου χαμογελάει.
«Υπέροχο φαγητό, υπέροχες μυρωδιές, υπέροχη παρέα!
Μα τι περιμένουμε άλλο! Ας φάμε!» λέει ενθουσιασμένος ο πατέρας μου. Γελάω και στη στιγμή συμφωνώ μαζί του.
Μετά το φαγητό, καθίσαμε όλοι μαζί στο σαλόνι, μιλήσαμε για πολλά, μα κυρίως για το παρελθόν, θυμηθήκαμε συγκινητικές στιγμές αλλά και αστείες, είδαμε πολλές φωτογραφίες, βίντεο… μέχρι που ακούω το κουδούνι.
Κοιτάζω την ώρα και βλέπω πως είναι ήδη έξι. Με ξάφνιασε το πόσο πολύ ξεχάστηκα. Τρέχω να ανοίξω την πόρτα, να δω την Λιάνα από πίσω περιμένοντας με, με τα πράγματά της στο χέρι. Αρπάζω το ελεύθερο χέρι της και την τραβάω μέσα όλο ενθουσιασμό. Γελάει, καθώς με ακολουθεί
στο δωμάτιο, ίσα που πρόλαβε να χαιρετήσει τη Μαρία και τον πατέρα μου.
«Γεια σας κυρία Μαρία… Γεια σας κύριε Θωμά».
Και οι δύο γελάνε με τον τρόπο με τον οποίο την τραβολογάω προς το δωμάτιο.
«Γεια σου και σε σένα Λιάνα», λέει ο πατέρας μου μέσα από το χαμόγελό του.
Κλείνουμε την πόρτα και απλώνουμε πάνω στο κρεβάτι τα πάντα, από τα φορέματά μας μέχρι τη μάσκαρα. Αρχίσαμε αμέσως να ετοιμαζόμαστε. Η μία βοήθησε την άλλη τόσο με το βάψιμο, όσο και με τα μαλλιά. Και μετά φοράμε τα φορέματά μας. Την κοιτάζω. Ένα υπέροχο στράπλες κόκκινο φόρεμα με μαύρες λεπτομέρειες πάνω του, το οποίο της φτάνει μέχρι το γόνατο.
«Λιάνα, είσαι πανέμορφη», της λέω με ειλικρίνεια. Το καστανόξανθο χρώμα των μαλλιών της, δένει τέλεια με το κόκκινο του φορέματός της, το ίδιο και οι καμπύλες της.
Μοιάζει πραγματικά με μοντέλο.
Με κοιτάζει και μένει με ανοιχτό το στόμα. Δεν νομίζω πως η αντίδραση αυτή είναι, επειδή νομίζει πως είμαι εξίσου πανέμορφη, είναι μάλλον αντίδραση του γεγονότος πως δεν με έχει ξαναδεί ποτέ με φόρεμα αλλά και γόβες…ταυτόχρονα.
«Άνια! Είσαι…» μου πιάνει το χέρι απαλά και με κάνει μία στροφή γύρω από τον εαυτό μου, καθώς εγώ γελάω με την κίνησή της αυτή. «Είσαι υπέροχη!» φαίνεται πως πραγματικά το πιστεύει.
Γυρίζω και κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ένα απαλό χαμόγελο, ζωγραφίζεται στα χείλη μου. Το φόρεμα τελικά μου κάθεται και μου αναδεικνύει το σώμα πιο όμορφα από όσο πίστευα. Είναι σχεδόν εφαρμοστό, μαύρο, χωρίς καμιά ιδιαίτερη λεπτομέρεια – όσο πιο απλά τόσο πιο όμορφα κατά την γνώμη μου. Οι τιράντες ακουμπάνε απαλά τους ώμους μου, ενώ το μάκρος του φτάνει μέχρι τους μηρούς μου και οι ψηλοτάκουνες μυτερές και κόκκινες γόβες μου κάνουν τα πόδια μου να φαίνονται πολύ κολακευτικά. Τα μαλλιά μου σε αντίθεση με την Λιάνα, η οποία τα είχε μαζέψει σε έναν καλοφτιαγμένο κότσο, τα είχα αφήσει προς τα κάτω ελεύθερα και ελαφρώς σπαστά. Το μακιγιάζ και των δυο μας είναι απλό. Προσωπικά έδωσα έμφαση στα πράσινα μάτια μου, ενώ η Λιάνα στα σαρκώδη χείλη της.
«Είμαστε έτοιμες λοιπόν», λέει και αρπάζει το κινητό της για να δει την ώρα. «Πάνω στην ώρα», σχεδόν γούρλωσε τα μάτια της, γυρίζει να με κοιτάξει με ένα πλατύ χαμόγελο «Εφτά και μισή», Μου δείχνει την ώρα και αναστενάζω βαθιά από τη χαρά μου.
«Πάμε λοιπόν. Τι περιμένουμε. Ήδη θα έχουν αρχίσει να μαζεύονται», λέω, καθώς παίρνω και εγώ το κινητό μου, πριν ανοίξω την πόρτα και κατέβω κάτω με την Λιάνα να με ακολουθεί. Ο πατέρας μου και η Μαρία είναι στο σαλόνι, βλέπουν ταινία.
«Πάλι το ‘Χόμπιτ’ βλέπετε;» σχολιάζω, θέλοντας να πειράξω τον πατέρα μου περισσότερο, ο οποίος έχει λατρεία με αυτή την ταινία – η αλήθεια είναι πως και εγώ το ίδιο. Γελάνε και σηκώνονται να μας δουν, αλλά και να μας χαιρετίσουν.
«Είστε και οι δύο πάρα πολύ όμορφες», λέει ο πατέρας μου καθώς μας κοιτάει.
«Λοιπόν, δεν σε βλέπουμε και πολύ συχνά ντυμένη τόσο… θηλυκά», είπε εύθυμα η Μαρία.
«Καλύτερα να με προσέξετε πολύ καλά τώρα, γιατί θα αργήσω να ξαναντυθώ έτσι», είπα το ίδιο εύθυμα και εγώ.
Κάτι που έκανε την Μαρία να γελάσει και τον πατέρα μου να χαμογελάσει.
«Αυτό είναι το μόνο σίγουρο», πρόσθεσε η Λιάνα. Χαμογέλασα, καθώς χτύπησα ελαφρώς και παιχνιδιάρικα το χέρι της.
«Σας ευχαριστούμε πολύ, κύριε και κυρία Αγγελοπούλου!» συνεχίζει η Λιάνα, ως απάντηση προς το κομπλιμέντο του πατέρα μου.
«Προτιμούμε να μας φωνάζεις απλώς Θωμά και Μαρία, σου το έχουμε πει πολλές φορές αυτό Λιάνα», της λέει φιλικά ο πατέρας μου και αυτή χαμογελάει γνέφοντας απαλά.
«Θα μας πάς;» ρωτάω το πατέρα μου ελπίζοντας πως είναι έτοιμος να φύγουμε.
«Φυσικά. Μα πρώτα…» και πριν τελειώσει τα λόγια του, πηγαίνει στο έπιπλο του σαλονιού και ανοίγει ένα συρτάρι, μέσα από το οποίο βγάζει ένα μικρό κόκκινο κουτί.
«Τι είναι αυτό;» τα μάτια μου είναι καρφωμένα στο κουτί, καθώς επιστρέφει σ’ εμένα.
«Το δώρο μου για την αποφοίτησή σου», μου λέει και ανοίγει το κουτί, μέσα στο οποίο υπάρχει ένα υπέροχο ασημένιο μενταγιόν με μία μικρή μπλε πέτρα, η οποία θυμίζει φυλαχτό.
«Μπαμπά…» έχω μείνει άφωνη από το πόσο όμορφο είναι και πόσο έντονο και βαθύ είναι το μπλε της πέτρας.
«Είναι πανέμορφο!» του λέω και τον κοιτάζω με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Μπορώ;»
Του γνέφω και προσεχτικά μου το φοράει. Περνάω τα δάχτυλά μου από πάνω του και δαγκώνω το κάτω χείλος μου.
«Ευχαριστώ!» τον αγκαλιάζω και μετά του δίνω ένα φιλί στο μάγουλο.
«Να το φοράς συνέχεια. Είναι… είναι κάτι σαν γούρι», μου λέει.
«Θα το φοράω…» και πράγματι θέλω να το φοράω, είναι απλό πηγαίνει με όλα μου τα ρούχα και το λατρεύω. «Πάμε λοιπόν, περνάει η ώρα», λέω κοιτάζοντας τον πατέρα μου «Ναι, ναι. Έχεις δίκιο». Παίρνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου, δίνει ένα απαλό φιλί στο μάγουλο της Μαρίας και μετά μας κουνάει το χέρι του, κυματίζοντάς το, δίνοντάς μας να καταλάβουμε πως μας λέει να τον ακολουθήσουμε. Μέσα σε ένα λεπτό ήμασταν μέσα στο αμάξι και οι τρεις. Χαχανίζουμε όλη την ώρα στα πίσω καθίσματα με την Λιάνα, μιλώντας συνέχεια για τον χορό, τον Αλέξανδρο αλλά και τα
φορέματά μας. Είναι οι μόνες μας έγνοιες αυτή τη στιγμή και μου αρέσει. Μακάρι να μπορούσαμε να μείνουμε έτσι για πάντα. Ξέγνοιαστες.
Το αυτοκίνητο σταματάει και ο πατέρας μου κατεβαίνει γρήγορα για να μας προλάβει, ανοίγει την πόρτα, απλώνει το χέρι του και πρώτη η Λιάνα το κρατάει και με τη βοήθεια του βγαίνει. Στη συνέχεια εγώ. Πιάνω το χέρι του και ξέρω ότι δεν θα με αφήσει να πέσω ό, τι και να γίνει. Μαζί του
νιώθω πάντα προστατευμένη και σίγουρη για τον εαυτό μου. Δίνει στην καθεμιά μας ένα φιλί στο μέτωπο και μετά μας κοιτάει χαμογελαστός.
«Να περάσετε καλά, όμως πάντα με προσοχή!» λέει ελαφρώς αυστηρά και στις δύο. Εμείς χαμογελάμε.
«Θα προσέχουμε», λέει η Λιάνα.
«Το υποσχόμαστε», συμπληρώνω εγώ.
Αμέσως μετά ο πατέρας μου φεύγει με το αυτοκίνητό του πίσω στο σπίτι, ενώ η Λιάνα και εγώ προχωράμε προς το γυμναστήριο του σχολείου, το οποίο είχε ήδη γεμίσει. Μόλις μπήκα μέσα κοιτάζω τριγύρω ψάχνοντας τον Αλέξανδρο.
«Μα πού στο καλό είναι;» ψιθυρίζω στον εαυτό μου, όταν νιώθω την Λιάνα να με σκουντάει ελαφρώς με τον αγκώνα της.
«Καλώς τα δέχτηκες», με κοιτάει, καθώς μου απαντάει με χαμηλή φωνή. Γυρίζω και τον κοιτάζω. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει όλο και πιο γρήγορα. Κάθεται δίπλα από τον d-j.
«Είναι υπέροχος!» λέω στην Λιάνα και συγχρόνως τον κοιτάζω. Η Λιάνα συμπληρώνει την πρόταση μου. «Ω, ναι.
Και ο υπέροχος αντρούλης σου κοιτάει προς τα εδώ», χαμογελάει και σοκαρίζομαι ελαφρώς, όταν την βλέπω να σηκώνει το χέρι της και να τον χαιρετάει.
Δεν αφήνω την ευκαιρία και κοιτάζω. Πραγματικά, το βλέμμα του είναι στραμμένο κατά πάνω μας, χαμογελάει και μας χαιρετάει τόσο αυτός όσο και ο φίλος του. Συγκρατώ το πλατύ χαμόγελο που παραμονεύει στα χείλη μου και σηκώνω ελαφρώς το χέρι μου να χαιρετήσω. Τον βλέπω να αφήνει το ποτό του και να λέει κάτι στον φίλο του, λίγο πριν ξεκινήσει να έρχεται προς το μέρος μας.
«Έρχεται! Τι κάνω τώρα;» ψιθυρίζω στην Λιάνα, η οποία κρατάει την ψυχραιμία της πολύ καλύτερα από μένα. Μου πιέζει λίγο το χέρι μου και με συνεφέρει.
«Ηρεμείς και είσαι ο εαυτός σου πάνω από όλα», μου απαντάει σε ψιθυριστό επίσης τόνο.
«Κράτα, κράτα, θέλω να έχω τα χέρια μου ελεύθερα», της λέω γρήγορα καθώς της δίνω το κινητό μου, το οποίο και βάζει μέσα στην μικρή μαύρη τσαντούλα της, αξεσουάρ που εγώ δεν κουβαλάω ποτέ.
«Καλησπέρα όμορφες!» ακούω τη φωνή του πολύ κοντά, κοιτάζω τα υπέροχα μάτια του και καταπίνω αμήχανα, πριν απαντήσω.
«Γεια σου Αλέξανδρε», με φωνή πιο χαμηλή σε σχέση με τη δική του.
«Λοιπόν, εγώ πάω να πάρω κάτι να πιω», λέει η Λιάνα, θέλοντας να μας αφήσει μόνους.
Την κοιτάζω και χαμογελάω ελαφρώς, νιώθοντας τα πόδια μου να αρχίζουν να τρέμουν. Δεν είμαι σίγουρη αν το τρέμουλο αυτό προέρχεται από τα τακούνια, την Λιάνα
που μας αφήνει μόνους ή τα μάτια του Αλέξανδρου που είναι καρφωμένα πάνω μου. Το βλέμμα μου ξανά πίσω σε αυτόν. Το χαμόγελό μου μικρό μα γλυκό.
«Άνια, κοίτα τον εαυτό σου. Είσαι υπέροχη πραγματικά!»
λέει και τα μάτια του τρέχουν από πάνω μέχρι κάτω, στο πρόσωπό μου, στο σώμα μου, στα πόδια μου.
«Δείχνεις τόσο διαφορετική σήμερα. Θα έπρεπε ίσως να ντύνεσαι πιο συχνά έτσι», μου χαμογελάει καθώς τα μάτια του περιφέρονται στο πρόσωπο μου.
«Ευχαριστώ πολύ, Αλέξανδρε, και εσύ είσαι… τέλειος με το κουστούμι. Σου πάει πολύ», χαμογελάω ελαφρώς ντροπαλά και αυτός ανταποδίδει.
Με πιάνει από το χέρι και με οδηγεί στο τραπέζι, όπου έχουν τα ποτά. Μου σερβίρει, σερβίρει και ένα δεύτερο για τον εαυτό του. Με κοιτάει χαμογελαστά, καθώς παίρνω το ποτήρι από το χέρι του.
«Λοιπόν, ποια είναι τα σχέδια σου από εδώ και πέρα;» ρωτάω πριν φέρω το ποτήρι κοντά στα χείλη μου και πιω μια γουλιά από το ποτό μου.
Το ίδιο κάνει και εκείνος, πίνει μια μικρή γουλιά και μου απαντάει. «Λέω να ακολουθήσω το δρόμο του πατέρα μου στην ιατρική». Καθώς ξεκίνησε να μου μιλάει, προχωράει σε μια άκρη του τοίχου, γυρίζει με την πλάτη σε αυτόν και ακουμπάει το βάρος του εκεί.
Τον ακολουθώ, με μικρά και προσεκτικά βήματα, έτσι ώστε να μην παραπατήσω. Στέκομαι μπροστά του πίνοντας ακόμα μια γουλιά από το ποτό μου, κοιτάζοντας τον όλη την ώρα που μου μιλάει και μου εξηγεί τι θέλει να κάνει.
Σκύβει προς το μέρος μου χαμογελώντας.
«Η αλήθεια όμως είναι πως το όνειρο μου δεν είναι αυτό…» μου ψιθυρίζει και κάνει ξανά πίσω έτσι ώστε τα μάτια του να συναντήσουν και πάλι το πρόσωπό μου. Ανασηκώνω ένα φρύδι φανερά περίεργη για το μικρό του μυστικό.
«Αλλά;» γέρνω το κεφάλι μου προς τα αριστερά.
«Να, από πάντα ήθελα να ασχοληθώ με τη μουσική.
Όπως ξέρεις ήδη, έχουμε και μια μπάντα με τα παιδιά», λέει και πίνει μία λίγο μεγαλύτερη γουλιά από το ποτό του, ενώ εγώ επιμένω να τον κοιτάζω.
«Φυσικά. Το γνωρίζω», του απαντάω με ένα σπαστό χαμόγελο.
«Οπότε, μέσα στα σχέδιά μου είναι να ασχοληθώ και με τη μουσική. Θα το κάνω ταυτόχρονα». Ο ενθουσιασμός του είναι φανερός.
«Αυτό είναι υπέροχο, Αλέξανδρε! Όμως… ο πατέρας σου το γνωρίζει; Ή είναι κάτι που θα κάνεις… κρυφά;» το χαμόγελό μου γίνεται πονηρό σε αυτή μου την ερώτηση – κάτι που του άρεσε, αν κρίνω από την έκφρασή των ματιών του –.
«Κρυφά. Δεν θα του άρεζε ποτέ να με δει μουσικό. Ακόμα και η μπάντα που έχω, του κακοφαίνεται!» κουνάει ελαφρώς το κεφάλι του δεξιά αριστερά, δείχνοντάς μου πόσο έχει κουραστεί από την συμπεριφορά του πατέρα του.
Και νόμιζα πως όλα πήγαιναν θαυμάσια γι’ αυτόν. Πως είναι ο πλούσιος, ο κούκλος του σχολείου, που έχει μια τέλεια ζωή. Να όμως που έκανα λάθος. «Λυπάμαι, Αλέξανδρε», πραγματικά λυπάμαι.
Ο πατέρας μου ποτέ δεν θα μου επέβαλε να κάνω κάτι που δεν θέλω. Πόσο μάλλον, όταν αυτό το κάτι αφορά το μέλλον μου. Μου φαίνεται τόσο περίεργο που κάποιος σαν τον Αλέξανδρο δεν μπορεί πραγματικά να κάνει αυτό που ονειρεύεται.
«Είναι οκ», χαμογελάει ξανά και χαϊδεύει απαλά το χέρι μου, λίγο πιο χαμηλά από τον ώμο μου. «Πραγματικά, μην το σκέφτεσαι. Αν θέλεις κάτι πολύ, πάντα το καταφέρνεις στο τέλος, ό, τι εμπόδιο και να βρεθεί στο δρόμο σου». Τα λόγια του είναι πολύ αισιόδοξα, δείχνει τον δυναμισμό του κάνοντάς με να πιστεύω πως θα καταφέρει να αποκτήσει ό, τι ποθεί.
Και τώρα, επισήμως, μου αρέσει ακόμα περισσότερο… και εγώ που νόμιζα ότι δεν γίνεται.
«Σωστά… Πάντα…» λέω με μια απαλή χροιά στη φωνή μου.
Επιτέλους, νιώθω το χέρι του να αγκαλιάζει σιγά – σιγά τη μέση μου. Ξέρει ότι μου αρέσει. Ξέρει πόσο μου αρέσει.
Δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Ξέρει ότι μπορεί να με έχει.
Κοιτάζω το χέρι του που κινείται γύρω από τη μέση μου και μετά κοιτάζω και πάλι αυτόν. Με τραβάει προς το μέρος του. Το σώμα μου γέρνει πάνω στο δικό του. Και αυτό είναι κάτι που μου αρέσει πολύ. Αφήνει το ποτό του σε ένα μικρό στρόγγυλο τραπεζάκι που υπάρχει δίπλα μας.
«Μου επιτρέπεις;» ρωτάει, καθώς κοιτάζει το ποτήρι μου.
Δεν χρειάζεται να πει τίποτα άλλο για να καταλάβω ότι θέλει να του το δώσω. Κοιτάζω και πάλι τα μάτια του, καθώς γνέφω.
«Φυσικά», μουρμουρίζω και του δίνω το ποτό μου.
Το παίρνει από τα χέρια μου κάνοντας απαλές κινήσεις, για να το αφήσει και αυτό στο τραπεζάκι. Απλώνει και το άλλο χέρι του γύρω από τη μέση μου, το χαμόγελό του μικρό, πονηρό δίνοντάς μου να καταλάβω ότι θα με φιλήσει από στιγμή σε στιγμή. Και περιμένω, με την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά, που νομίζω πως θα την ακούσει οποιοσδήποτε είναι μέσα στην αίθουσα.
«Περίμενα καιρό για να φτάσουμε εδώ…» ψιθυρίζει και με τραβάει προς τα πάνω του φέρνοντας τα χείλη του στα δικά μου.
Τοποθετώ με αργές κινήσεις τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και τα κρατάω εκεί, κλείνοντας τα μάτια μου τη στιγμή που ανταποκρίνομαι στο φιλί του.
Φιλάει υπέροχα! Όπως ακριβώς το φανταζόμουν… ίσως και καλύτερα. Τι ίσως δηλαδή, πολύ καλύτερα… Επιτέλους… επιτέλους… επιτέλους…
Τον νιώθω να τραβιέται ελαφρώς προς τα πίσω και να διακόπτει το φιλί με έναν πολύ γλυκό τρόπο. Με κοιτάει και μου χαμογελάει, τη στιγμή που τα χέρια του χαϊδεύουν το σημείο της πλάτης μου στο οποίο είναι κλειδωμένα. Ανατριχιάζω, μια ανατριχίλα που περνάει όλη μου τη σπονδυλική στήλη. Είναι υπέροχο συναίσθημα. Δαγκώνω ελαφρώς το κάτω χείλος μου, βλέποντας το χαμόγελο του και μετά ξανά τα μάτια του. Σκύβει και μου δίνει ακόμα ένα φιλί. Μικρότερης διάρκειας, όμως το ίδιο ωραίο. Μου πιάνει τα χέρια και με οδηγεί στην πίστα, όπου τα περισσότερα ζευγάρια χορεύουν μία μπαλάντα που παίζει. Έτσι και εμείς.
Ακουμπάω το κεφάλι μου στον λαιμό του καθώς τα χέρια μου βρίσκονται πάνω στους ώμους του. Σκύβει το κεφάλι του και νιώθω το πηγούνι του να ακουμπάει στο κρόταφό μου, με τα χέρια του να βρίσκονται ξανά γύρω από τη μέση μου. Και τον αφήνω να με οδηγήσει στο χορό. Είναι ονειρικά. Δεν μπορεί όλο αυτό να είναι πραγματικότητα.
Πρέπει να παραδεχτώ πως είναι ακόμα πιο όμορφο και από τις ταινίες.
Πάντα όμως θα πρέπει να υπάρχει κάτι ή κάποιος που θα χαλάσει μια όμορφη στιγμή σαν αυτή. Ανοίγω τα μάτια μου και κοιτάζω ευθεία.
Όχι… όχι πάλι Θεέ μου!
Βρίσκεται εκεί. Ανάμεσα στους συμμαθητές μου. Πίσω στον τοίχο όπου λίγα λεπτά πριν ο Αλέξανδρος και εγώ δώσαμε το πρώτο μας φιλί. Τα χέρια μου πιάνουν ελαφρώς πιο σφιχτά τους ώμους του. Αυτό τον κάνει να τραβηχτεί λίγο προς τα πίσω και να με κοιτάξει.
«Άνια; Είσαι καλά;»
Κοιτάζω τα μάτια του και γνέφω μία φορά.
«Ναι. Ναι φυσικά. Μια χαρά! Απλώς…» κοιτάζω ξανά προς το τοίχο και, όπως ήταν αναμενόμενο, η σκιά έχει εξαφανιστεί. Κοιτάζω και πάλι τον Αλέξανδρο, ο οποίος έχει τα μάτια του συνέχεια πάνω μου, φανερά συγχυσμένος από τη συμπεριφορά μου.
«Απλά… ζαλίστηκα λίγο. Μάλλον πρέπει να… βγω να πάρω καθαρό αέρα». Τραβιέμαι μακριά του, όχι με απότομες ή γρήγορες κινήσεις, όμως ούτε και με απαλές και αργές.
«Θέλεις να σε συνοδεύσω;» με ρωτάει χαϊδεύοντάς μου το χέρι. Κουνάω το κεφάλι μου, χωρίς να απαντήσω. Γυρνάω και προχωράω προς την έξοδο.
«Άνια;» η Λιάνα να τρέχει προς το μέρος μου ανήσυχη.
«Μη!» τη σταματάω γνωρίζοντας πως θέλει να έρθει έξω μαζί μου. «Είμαι καλά. Λίγο καθαρό αέρα χρειάζομαι μόνο».
Πριν προλάβει να μου απαντήσει, προχωράω στην πόρτα, την ανοίγω και βγαίνω έξω.
Όταν κλείνει πίσω μου η πόρτα, βγάζω τις γόβες μου, τις αφήνω κάτω και μετά προχωράω στα σκαλιά να καθίσω. Βυθίζω το κεφάλι μου στα χέρια μου. Τρέμω. Ναι αυτή τη φορά τρέμω. Θέλω να κλάψω, γιατί φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Θέλω απλά να τελειώσει όλο αυτό το… παιχνίδι του μυαλού.
Έχω χαθεί στις σκέψεις μου, όταν ακούω έναν θόρυβο έξω από το σχολείο, πίσω από έναν τοίχο. Σμίγω τα φρύδια μου και κοιτάζω προς τα εκεί. Η απορία μου με κάνει να σηκωθώ και με αργά βήματα να πάω να δω. Σταματάω στα μισά της διαδρομής κουνώντας το κεφάλι μου για να συνέλθω.
«Άνια τι στο καλό κάνεις», ψιθυρίζω και γυρνάω την πλάτη μου στον τοίχο για να πάω και πάλι μέσα στην αίθουσα.
Την στιγμή όμως που γυρίζω, ένας άντρας εμφανίζεται μπροστά μου. Τουλάχιστον ένα και ενενήντα, αν κρίνω από το ανάστημά του. Και σίγουρα πολύ μεγαλύτερός μου σε ηλικία. Κάνω ένα βήμα πίσω τρομοκρατημένη, έτοιμη να γυρίσω και να τρέξω προς την άλλη κατεύθυνση˙ όμως με σταματάει ένας δεύτερος, πιο νεαρός σε ηλικία. Ελπίζω πως είναι κάποιος από τους συμμαθητές μου που ίσως μου κάνει φάρσα. Δεν μπορώ να καταλάβω, καθώς το πρόσωπό του δεν φαίνεται καθαρά μέσα στο σκοτάδι. Κάνει ένα βήμα πιο κοντά μου και τότε βλέπω ένα ζευγάρι βαθύ μπλε μάτια, απόχρωση που έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου. Δεν είναι κάποιος που γνωρίζω.
«Βοή-…» κάνω να τρέξω, από μια ελεύθερη κατεύθυνση, όμως ο νεαρός σε ηλικία με πιάνει γύρω από το λαιμό με το ένα του χέρι, ενώ με την παλάμη του μου κλείνει το στόμα.
Χρησιμοποιεί το ελεύθερό του χέρι για να αρπάξει ένα μαχαίρι και να το τοποθετήσει στην πλάτη μου.
«Σκασμός!» με πρόσταξε, σφίγγοντας τη λαβή γύρω από το λαιμό μου, ώστε να μην έχω δυνατότητα κίνησης. Όμως ακόμα και να είχα, με το μέγεθός του θα μπορούσε να με ακινητοποιήσει και πάλι αμέσως.
Νιώθω τα δάκρυα μου να τρέχουν πλέον. Ο φόβος μου με έχει κατακλύσει. Θέλω βοήθεια. Χρειάζομαι βοήθεια. Αλλά κανείς δεν είναι τριγύρω. Και αναρωτιέμαι… αν ήταν, θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν;
Νιώθω τον άντρα να με σέρνει εκτός προαυλίου, κατευθυνόμενος σε ένα φορτηγάκι, που είναι παρκαρισμένο στην άκρη του δρόμου. Τα δάκρυά μου αυξάνονται ολοένα και περισσότερο, χωρίς να έχω καν τη δυνατότητα καν να κλάψω με λυγμούς. Η λαβή του χαλαρώνει γύρω από το λαιμό μου, όμως νιώθω ακόμα το μαχαίρι του στην πλάτη μου. Δεν τολμώ να αντισταθώ. Δεν τολμώ να μιλήσω. Δεν τολμώ να βογκήξω. Αν κάνω το παραμικρό, είμαι σίγουρα νεκρή. Απλά αφήνομαι στα χέρια τους, ελπίζοντας πως τουλάχιστον θα βγω ζωντανή από όλο αυτό.
Με σπρώχνουν μέσα στο φορτηγάκι με δύναμη. Γυρίζω και τον κοιτάζω ξανά κατάματα, καθώς είμαι πεσμένη. Τα μάτια του κλείδωσαν στα δικά μου και δεν χρειάστηκε πάνω από αυτό το δευτερόλεπτο για να δω την κακία που κρύβει μέσα του. Σφίγγει το σαγόνι του ελευθερώνοντας το μειδίαμά του. Διαβολικό. Πονηρό. Με τελείως διαφορετική την έννοια του πονηρού από αυτή του Αλέξανδρου.
Κλείνει την πόρτα με δύναμη και με κλειδώνει. Εγώ ανίκανη να κάνω την οποιαδήποτε κίνηση. Ο φόβος μου αυτή τη στιγμή με έχει κατακλύσει. Τους ακούω που προχωράνε μπροστά. Ο ένας στη θέση του οδηγού και ο άλλος του συνοδηγού. Προσπαθώ να κρατήσω την ισορροπία μου και αναγκάζω τον εαυτό μου να πάει κοντά στο χώρισμα. Κολλάω το αυτί μου εκεί με την ελπίδα ότι θα ακούσω κάτι.
Αλλά μάταια. Ή δεν μιλάνε καθόλου ή μιλάνε πολύ σιγά για να μην τους ακούσω. Νιώθω το φόβο μου να μετατρέπεται σε άγχος, σε νεύρα, σε οργή. Γιατί εμένα; Ποιοι στο καλό είναι αυτοί; Νιώθω να κινούμαστε και πριν καλά – καλά το καταλάβω η ταχύτητα έχει αυξηθεί κατά πολύ. Ωχ όχι. Αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Κοιτάζω γύρω μου και προσπαθώ να βρω το παραμικρό για να με βοηθήσει ίσως να σπάσω την πόρτα και να καταφέρω να βγω. Να βγω; Πως στο καλό να βγω; Να πηδήξω; Αν κρίνω από την ταχύτητα αυτή τη στιγμή, θα σκοτωθώ.
Αναστενάζω και απλά κάθομαι σε μια γωνία, στο βάθος του βαν. Δεν υπάρχει τίποτα που να με βοηθήσει καν να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, να βοηθήσω τον εαυτό μου.
Το κινητό μου το έχω στην τσάντα της Λιάνας, καθώς εγώ ποτέ δεν κουβαλάω μαζί μου. Θεέ μου, γιατί να μην κουβαλάω μια τσάντα! Μέχρι και το τακούνι μου θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τώρα με κάποιο τρόπο. Όμως όχι.
Έπρεπε να βγάλω και τα παπούτσια μου, γιατί με πονούσαν τα πόδια.
Πόσην ώρα να είμαι εδώ μέσα; Πόσην ώρα κινούμαστε;
Άραγε έχουν αρχίσει να ανησυχούν; Με ψάχνει κανείς;
Και ξαφνικά ακινητοποιούμαστε. Σταματάει το βαν και δεν ακούγεται τίποτα. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά, καθώς ο φόβος μου μεγαλώνει. Ανοίγει μία πόρτα, αμέσως μετά η δεύτερη.
Βήματα… Δεν ακούγεται τίποτα άλλο πέρα από τα βαριά τους βήματα. Και η πόρτα ανοίγει. Αυτό ήταν. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει από στιγμή σε στιγμή.
Ο πιο νεαρός σε ηλικία μπαίνει μέσα και με αρπάζει από το μπράτσο. Δεν είχα καταλάβει ότι έμεινα τελείως ακίνητη, μέχρι που με άρπαξε με τόση δύναμη. Κοιτάζω κατευθείαν στα μάτια του, καθώς με σηκώνει. Νιώθω τον εαυτό μου να θέλει να αντισταθεί, όμως δεν μπορώ. Είμαι απλά αδύναμη. Με τραβάει έξω από το βαν και αναγκάζομαι να τον ακολουθήσω. Δεν έχω τη δύναμη να κάνω κάτι άλλο αυτή τη στιγμή. Τα μάτια μου συνάντησαν τον δεύτερο άντρα, μεγαλύτερο σε ηλικία, και τότε συνειδητοποίησα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά… τα ρούχα τους ήταν διαφορετικά. Λες και ήρθαν από άλλη εποχή. Ή απλά ήταν πολύ φτωχοί για να φορέσουν κάτι άλλο.
Καθώς όμως ασχολούμαι εγώ με τα περίεργα ρούχα τους, που μου τράβηξαν για τα καλά την προσοχή στιγμιαία, αυτοί με σέρνουν κυριολεκτικά μέσα στο δάσος. Αυτό δεν είναι καθόλου καλό. Και τότε κάτι σαν να με χτύπησε και σταματάω να προχωράω μαζί τους. Ή τουλάχιστον προσπαθώ, και αυτό τους επιβαρύνει.
«Τι θέλετε από μένα επιτέλους;» χωρίς να το καταλάβω, η φωνή μου βγήκε δυνατή και επιτέλους άγρια.
Το βλέμμα μου είναι σκυθρωπό, κάτι που προφανώς δεν άρεσε σε κανέναν από τους δύο. Και πώς να αρέσει άλλωστε; Τόση ώρα δεν έκανα τίποτα, σχεδόν σαν να τους έλεγα ότι μπορούν να με κάνουν ότι θέλουν και εγώ απλά θα τους αφήσω.
Τα μάτια μου τρέχουν μια στον έναν και μια στον άλλον.
Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που νομίζω ότι μπορούν να την ακούσουν. Και τότε, ο νεαρός, που τόσην ώρα με τραβούσε από το μπράτσο, χρησιμοποιεί το σώμα του για να με κινήσει προς τα πίσω, μέχρι που η πλάτη μου ακούμπησε σε έναν κορμό, και το ελεύθερο χέρι του με έπιασε από το λαιμό. Με σφίγγει τόσο δυνατά, που ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται, και το επόμενο λεπτό, από την προσπάθεια μου να αναπνεύσω, γίνεται κοφτή και γρήγορη˙ σχεδόν με έκανε να λαχανιάσω. Το χέρι μου βρίσκει το δικό του, που είναι στο λαιμό μου, προσπαθώντας να χαλαρώσω κάπως τη λαβή, όμως μάταια. Είναι πολύ δυνατός και προφανώς ίσα που αισθάνεται πως κάτι τον ακουμπάει, καθώς προσπαθώ να ελευθερωθώ τραβώντας τον από τον καρπό, όμως μάταια… μάταια και αυτό.
Νιώθω το πρόσωπό του να πλησιάζει στο δικό μου. Τα χείλη του βρήκαν το αυτί μου και η καυτή του από την οργή ανάσα χτύπησε το δέρμα μου, καθώς μου ψιθυρίζει.
«Είσαι τυχερή που ο Βασιλιάς μας σε θέλει ζωντανή. Αλλιώς τώρα θα σε είχα σκοτώσει», και στην τελευταία λέξη ‘σκοτώσει’ ένιωσα τα χείλη του να ακουμπάνε στο μάγουλό μου. Αυτό με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρη. Τα μάτια μου είναι κλειστά σφιχτά και απλά παρακαλάω να με αφήσει. 
Το χέρι του σύρεται από το λαιμό μου πιο χαμηλά, σχεδόν στο στήθος μου ακριβώς, πριν τραβηχτεί από πάνω μου. Το σώμα μου τρέμει σύγκορμα, ενώ την ίδια στιγμή βήχω, προσπαθώντας να ανακτήσω την ανάσα μου.
Και πάλι αρχίζει να με τραβάει, αναγκάζοντάς με να περπατήσω και απλά να ακολουθώ. Νιώθω να ζαλίζομαι και σχεδόν χάνω τις αισθήσεις και τα βήματά μου, με αποτέλεσμα να παραπατάω που και που. Σίγουρα θα με είχε πνίξει, αν ο βασιλιάς του δεν με ήθελε ζωντανή.
Μια στιγμή. Τα μάτια μου κοιτάζουν τον άντρα που πριν από λίγο ήταν έτοιμος να με πνίξει, και τώρα με σέρνει προς το άγνωστο για να με πάει πού; Στον βασιλιά του; Τι είδους αστείο είναι τώρα αυτό; Μα καλά που ζούνε, στον μεσαίωνα;
Κοιτάζω και τον άλλον, ο οποίος είναι λίγα μέτρα πιο μπροστά. Πρώτα τα ρούχα και τώρα αυτό. Ο βασιλιάς. Ή έχω ζαλιστεί και ακούω ό, τι θέλω, ή απλά έχω να κάνω με δύο θεότρελους. Όμως τότε είναι που ακούω στο βάθος χλιμίντρισμα αλόγων. Τα χείλη μου ελαφρώς ανοίγουν. Τα μάτια μου προσπαθούν να δουν από πού ήρθε ο ήχος. Δεν χρειάστηκε να διανύσουμε πάνω από πενήντα μέτρα για να δω τελικά τα δύο άλογα που στέκονται εκεί και περιμένουν. Πριν καν το καταλάβω, βρίσκομαι πάνω σε ένα από αυτά.
Ο… απαγωγέας μου με αρπάζει από τη μέση και με ανεβάζει πάνω στο άλογο του. Το επόμενο λεπτό ανεβαίνει και αυτός, από πίσω μου, με τα χέρια του γύρω μου και τα δάχτυλά του να κρατάνε γερά το χαλινάρι του αλόγου. Εγώ κρατιέμαι από την χαίτη του για να μην πέσω.
Μα τι στο καλό συμβαίνει πια. Από τον υπέροχο χορό, και, εκεί που βρισκόμουν ανάμεσα στα χέρια του Αλέξανδρου, ξαφνικά βρίσκομαι μέσα στο δάσος, πάνω σε ένα άλογο, ανάμεσα στα χέρια ενός άντρα που με θέλει νεκρή.